Μια ανολοκλήρωτη ουμανιστική πρόθεση για τα χρόνια της δράσης της ΕΤΑ
10 χρόνια μετά, η Μαϊσάμπελ Λάσα αποφασίζει να συναντηθεί με τους δύο φυλακισμένους που είχαν τότε συμμετάσχει στη δολοφονία του συζύγου της Χουάν Μαρία Χουαρέγκι, σ’ ένα πρόγραμμα συναντήσεων ανάμεσα στους συγγενείς των θυμάτων και τα μετανοημένα μέλη της Βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ. Γιατί, δεν αρκεί η ιδεολογική αποκήρυξη του παρελθόντος και η μετάνοια για τον φόνο όπου ο θύτης αντιμετωπίζει μόνο την ένοχη συνείδησή του: θα πρέπει, επιπλέον, να αντιμετωπίσει τον πόνο που προκάλεσε στα αγαπημένα πρόσωπα του θύματος και να υποστεί τις ερωτήσεις τους. “Είμαι δεμένη με αυτούς τους ανθρώπους για την υπόλοιπη ζωή μου”, απαντά η Μαϊσάμπελ στις αντιρρήσεις που εγείρονται καθώς, όλοι γύρω της εύχονται “να σαπίσουν στη φυλακή οι τρομοκράτες”. Από την αντίπερα όχθη, ο Ιμπόν κι ο Λουίς είναι οι μόνοι που συναντιούνται με συγγενείς θυμάτων τους: όλοι οι παλιοί τους σύντροφοι που εκτίουν την ποινή τους, πιστεύουν ότι δεν βαρύνονται με προσωπική ευθύνη, θεωρώντας τούς εαυτούς τους μόνο ως εκτελεστικά όργανα της ηγεσίας.
Ο Ιμπόν κι ο Λουίς δηλώνουν ότι στις ατελείωτες ώρες της απομόνωσης μέσα στη φυλακή, συνειδητοποίησαν το απάνθρωπο της ένοπλης δράσης τους, ότι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τους τότε επικεφαλής τους όπου αντιλήφθηκαν ότι ήταν “ανθρωπάκια” (χωρίς, όμως, να μαθαίνουμε πως διαμόρφωσαν αυτήν την άποψη) και, κυρίως, ότι χάρη στη φυλάκισή τους, αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη φονική τους δράση. Δεδομένου ότι ο Χουαρέγκι δολοφονήθηκε το 2000 και βάσει των γνωστών ιστορικών στοιχείων (η ταινία βασίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, συμπληρωμένα με μυθοπλαστικά), καταλαβαίνουμε ότι ο Ιμπόν κι ο Λουίς στρατολογήθηκαν στην ΕΤΑ την περίοδο που η οργάνωση, απαντώντας στη σύλληψη του ηγετικού της πυρήνα, δημιούργησε ομάδες νέων, ακόμα και ανηλίκων που δρούσαν με τυφλή βία στο όνομα του αγώνα για την αυτοδιάθεση της πατρίδας τους (όπως αναφέρουν, εντάχθηκαν στην οργάνωση ακολουθώντας τη στάση όλων των νέων τότε, χωρίς, όμως, να μας εξηγείται το κίνητρο της ένταξης ενώ είναι χαρακτηριστικό τόσο ότι ο Χουαρέγκι επιλέχθηκε ως στόχος επειδή αρνιόταν την προστασία σωματοφυλάκων όσο και το ότι αγνοούσαν ότι επρόκειτο για στέλεχος της ΕΤΑ τη δεκαετία του 1970, έχοντας, μάλιστα, φυλακιστεί). Ήταν η εποχή που η ΕΤΑ είχε πολλαπλασιάσει τα χτυπήματά της μετά την εκλογή του Αθνάρ, της ασυμφωνίας της με όλα τα Βασκικά εθνικιστικά κόμματα (και τα τοπικά συνδικάτα κι ενώσεις) θεωρώντας ότι όλοι ενδιαφέρονταν μόνο για ειρήνευση κι όχι για την ανεξαρτητοποίηση των Βάσκων.
Καθώς δεν μας παρέχονται πληροφορίες για την περίοδο όπου εκτυλίσσεται η ταινία ούτε για την προγενέστερη ιστορία της ΕΤΑ, δημιουργείται η εντύπωση (χωρίς τέτοια πρόθεση, ενδεχομένως) ότι δεν ήταν παρά μια τρομοκρατική οργάνωση (το μόνο που μαθαίνουμε για την ιστορία της, είναι ο στόχος της για ίδρυση μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας κι ότι η εκπαίδευση των μελών της εμπνεόταν από το αντάρτικο των Σαντινίστας. Η ΕΤΑ ιδρύθηκε επί δικτατορίας Φράνκο που καταπίεζε τη Βασκική ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της πολιτισμικής ταυτότητας κι απέρριπτε το αίτημα της αυτοδιάθεσης ενώ μετά τον θάνατό του, η οργάνωση θεωρούσε το διάδοχο πολιτειακό σύστημα σαν συνέχεια της δικτατορίας, παραβιάζοντας συμφωνίες κατάπαυσης πυρός ενώ είχε απορρίψει τη γενική αμνηστία της κυβέρνησης το 1982). Οι διαρκείς διασπάσεις στο εσωτερικό της οργάνωσης, ορισμένες άκαρπες διαπραγματεύσεις με τις Ισπανικές κυβερνήσεις, η κρατική χρηματοδότηση της ακροδεξιάς παρακρατικής οργάνωσης GAL που αντιμαχόταν ένοπλα την ΕΤΑ, προκαλώντας θανάτους όχι μόνο στα αντίπαλα στελέχη αλλά και σε πολίτες (ένα μεγάλο σκάνδαλο της κυβέρνησης Φελίπε Γκονζάλεζ), αυτά τα γεγονότα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, συνθέτουν μια πολύπλοκη πραγματικότητα. Στην ταινία γίνεται μόνο μια μνεία για την κρατική βία, όταν η Μαϊσάμπελ αναφέρει ότι στη θητεία της ως επικεφαλής της επιτροπής θυμάτων της τρομοκρατίας, είχε συμπεριλάβει τα θύματα της αστυνομικής βίας- πληροφορούμαστε ότι η ΕΤΑ σκότωσε 850 ανθρώπους στα περισσότερα από τα 50 χρόνια δράσης της, χωρίς αναφορά στον αριθμό των θυμάτων της κρατικής δράσης. Άραγε, εκτός των απειλών για τη ζωή της από την ΕΤΑ (όπως μαθαίνουμε), η Μαϊσάμπελ δεχόταν απειλές και από τον κύκλο της εξαιτίας αυτής τής δίκαιης αλλά αντιδημοφιλούς στάσης της;
Η εσωτερική φώτιση που ο Ίμπο κι ο Λουίς κατακτούν στη φυλακή (8 χρόνια πριν η ΕΤΑ ζητήσει συγνώμη, αποδεχόμενη τα “μη αναστρέψιμα” δεινά που προκάλεσε η αιματηρή δράση της- όπου πολίτες συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στα θύματά της, πέρα από τους πολιτικούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς και δικαστικούς που είχαν τεθεί στο στόχαστρό της- κι αναγνωρίζοντας την ευθύνη της στη μη εξεύρεση λύσης ενός προβλήματος που εξακολουθούσε να θεωρεί άλυτο), αποκομμένη από οποιαδήποτε αναφορά στο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο και με το βάρος των ευθυνών να ρίχνεται δραματουργικά στη δική τους πλευρά, αποδυναμώνει την ουμανιστική πρόθεση της ταινίας σχετικά με την ανάγκη για εξιλέωση, επούλωση των ανοιχτών πληγών και συγχώρεση. Καθώς αυτοί οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται, δεν μας μεταδίδεται αυτή η βασανιστική εσωτερική διεργασία που οδήγησε στη συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης τους και του απάνθρωπου των πράξεων τους, και η υπαρξιακή διάσταση μένει μετέωρη (είναι χαρακτηριστική η απλοϊκότητα της απεικόνισης των τύψεων του Ίμπο όταν, περνώντας από τα μέρη της δράσης του, επανέρχονται στη μνήμη οι ήχοι των πυροβολισμών του και των εκρήξεων).
Κατανοούμε τις προθέσεις της Μπολέιν, ανοίγει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση τολμώντας να δώσει λόγο σε μετανοημένους θύτες καθώς η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας (και των θεατών) τους θεωρεί ως τρομοκράτες, σπέρνει την αμφιβολία για την ειλικρίνεια των κυβερνητικών προθέσεων σχετικά με την επιθυμία για συμφιλίωση όταν το υπουργείο αποφάσισε να διακόψει τις συναντήσεις μεταξύ συγγενών των θυμάτων και εκτελεστών με το σκεπτικό ότι η μόνη απόδειξη για τη μεταμέλεια των εκτελεστών, έπρεπε να είναι το “κάρφωμα” των παλιών συντρόφων τους, σε μια ανομολόγητη επιβολή της θέσης ότι οι ευθύνες για το αιματοκύλισμα τόσων δεκαετιών δεν μπορεί παρά να είναι μονομερείς. Όμως, παρά την ανθρωπιά στις σκηνές των συναντήσεων, αισθανόμαστε ότι ουσιαστικά επαναλαμβάνονται, εστιάζοντας στο προσωπικό δράμα ενώ το αδύναμο φινάλε λειτουργεί σαν ευχολόγιο: η αποδοχή επιβάλλεται χάρη στην αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που τροφοδοτείται από τη βαθιά δημοκρατική νοοτροπία του- όμως, δεν κατανοούμε αν η υποχώρηση όλων των υπολοίπων που διαφωνούν μαζί του (που απεικονίζεται σαν κάτι εύκολο), είναι αποτέλεσμα της ισχυρής θέλησής του ή εμπνέονται συνειδητοποιώντας την ανάγκη και τη δυνατότητα για ένα πιο ανθρώπινο μέλλον πάνω στη μνήμη του πόνου. Το μήνυμα της ταινίας υπονομεύεται, δίνοντας την αίσθηση του προκατασκευασμένου, του διανοητικού.
Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr