Μενού

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ - Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος

Χρυσή Κάμερα στις Κάννες για ένα «ηλιοκαμένο» αγωνιώδες δράμα γύρω από την τοξική αρρενωπότητα και τη βία της ενηλικίωσης.

Με φόντο τα καταγάλανα νερά της Αδριατικής Θάλασσας στις κροατικές ακτές και κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, η νεαρή Γιούλια απολαμβάνει τη θάλασσα αλλά όχι τη ζωή στο ειδυλλιακό νησί όπου κατοικεί με την οικογένειά της. Ο αποπνικτικά καταπιεστικός πατέρας δεν της επιτρέπει την παραμικρή κίνηση ελευθερίας, ενώ η μητέρα είναι σιωπηλά υπάκουη στις βουλές του. Η άφιξη στο σπίτι ενός παλιού οικογενειακού φίλου, η οποία ανακινεί θαμμένα μυστικά και απωθημένα, φέρνει στα άκρα τις τεταμένες σχέσεις τους.

Ο μικρόκοσμος του νησιού αποτελεί τη σκακιέρα πάνω στην οποία η πρωτοεμφανιζόμενη Αντονέτα Άλαματ Κουσιγιάνοβιτς τοποθετεί στρατηγικά τα πιόνια της, ώστε να συνθέσει ένα εύστοχα αντιπατριαρχικό και αγωνιώδες δράμα ενηλικίωσης. Δίχως να αποσύρει στιγμή την προσοχή της από την κεντρική ηρωίδα, την οποία ενσαρκώνει με σθένος η Γκρατίσιγια Φιλίποβιτς, η σκηνοθέτρια σμιλεύει ένα ενδοσκοπικό ψυχογράφημα, που λειτουργεί επιπλέον ως μια σπουδή στη βία του ανδρικού βλέμματος. Το σώμα της πρωταγωνίστριας είναι φορτισμένο από τις αντικρουόμενες επιθυμίες των αρσενικών που την περιτριγυρίζουν, γι’ αυτό και ασφυκτιά υπό το βλέμμα τους. Για τον πατέρα της οφείλει να φέρεται σαν μια άσπιλη, φρόνιμη και ήσυχη κοπέλα δίχως γνώμη, αλλά για τους υπόλοιπους συνιστά ένα δυνάμει ερωτικό τρόπαιο. Η ανεξαρτησία της, έτσι, μπορεί να έρθει μόνο με την εξίσου βίαιη "εξέγερση" κατά του παραπάνω σεξιστικού δίπολου.

1545 1

Η Κουσιγιάνοβιτς δεν περιορίζεται στην καταγγελία της πατριαρχίας μέσω της αφήγησης, αλλά επιδιώκει ακόμα να ανατρέψει τον συνήθη τρόπο με τον οποίο απεικονίζονται στο σινεμά οι θηλυκότητες. Η κάμερά της μένει χαρακτηριστικά προσκολλημένη στη Φιλίποβιτς, σε μια απόπειρα να αποδιώξει από πάνω της κάθε έννοια ηδονοβλεψίας και, άρα, να χειραφετηθεί δραματουργικά όσο και κινηματογραφικά. Πρόκειται για μια αληθινά ενδυναμωτική προς την ηρωίδα της κίνηση, η οποία ωστόσο πετυχαίνει μόνο κατά το ήμισυ.

Στο χαρτί, ο χαρακτήρας της Γιούλια δεν αποκτά ποτέ το βάθος που θα όφειλε, την ώρα που οι ενδόμυχες επιθυμίες της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παραμένουν ένας ασαφής υπαινιγμός. Με αυτό τον τρόπο, η Κροάτισσα δημιουργός χειρίζεται άνισα τη συνειδητή αμφισημία των προθέσεων της ηρωίδας, η οποία μοιάζει να αντιδρά περισσότερο παρορμητικά παρά αποφασιστικά, θολώνοντας περισσότερο τα νερά. Μια απόρροια αυτού είναι το φιλμ να υιοθετεί μια όλο και πιο αναμενόμενη κατεύθυνση, ώστε να επιλύσει τις εκκρεμότητές του, με τις διόλου διακριτικά γραμμένες προοικονομίες και μεταφορές να συνηγορούν άθελά τους σε αυτήν. Στο φινάλε, δεδομένων των αρετών και της ανανεωτικά μαχητικής φύσης του, το φιλμ μένει απροσδόκητα στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr

Smart Search Module