Το πρωί ντελιβεράς, το απόγευμα φοιτητής, το βράδυ rapper, βλέπει τη φάση αλλιώς και αντί για ρίμες με τους χιπχοπάδες, στον Παβαρότι κάνει τεμενάδες. Στην Όπερα Γκαρνιέ θα τραγουδήσει ή εξαιτίας attitude τα πάντα θα διαλύσει;
Το είδαμε πρόσφατα το παραμύθι. Στην «Υψηλή Ραπτική» (2021), νεαρή με καταγωγή από το Μαγκρέμπ με δύσκολη παριζιάνικη ζωή, παίρνει τρελή ευκαιρία από καθώς πρέπει μαντάμ που πέφτει στο διάβα της, η οποία της προτείνει να γίνει σχεδιάστρια του οίκου Dior, αφήνοντας τα βρωμερά προάστια μια και καλή πίσω της. Σε τούτο τον «Τενόρο», το μόνο που έχετε να κάνετε είναι: όπου νεαρή να βάλετε νεαρός κι όπου Dior… την περίφημη Όπερα Γκαρνιέ. Για το φινάλε, κρατήστε μια μεζούρα από το μεγάλο γαλλικό hit της «Οικογένειας Μπελιέ» (2014) και ιδού μια νέα, πλην όμως αρσενική εκδοχή της «Σταχτοπούτας». Ελαφρώς πιο «άσεμνη», καθότι ραπάρει κιόλας.
Ο Αντουάν είναι ένας τυπικός νεαρός Παριζιάνος, με καταγωγή από τη Βόρεια Αφρική. Ζει στα τεράστια συγκροτήματα κατοικιών, στα φτωχικά προάστια της πρωτεύουσας, δουλεύοντας τα πρωινά ως ντελιβεράς σε κατάστημα sushi, και μοιράζοντας τον υπόλοιπο χρόνο του ανάμεσα σε μαθήματα λογιστικής και σε α λα «8 Mile» (2002) rap «μαχες» σε ημιφωτισμένες αποθήκες των banlieue. Ο δρόμος του μια μέρα διασταυρώνεται μ’ εκείνον της μαντάμ Λουαζό, δασκάλας φωνητικής στην Όπερα Γκαρνιέ, η οποία διακρίνει στο πρόσωπό του ένα ακατέργαστο ταλέντο, δίνοντάς του παράλληλα την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα μαθήματά της. Παρά την ολοκληρωτική έλλειψη ανάλογης κουλτούρας από μεριάς του, ο Αντουάν γοητεύεται σταδιακά από τον χλιδάτο κόσμο της όπερας, αναγκασμένος υπό την απειλή του… ρεζιλέματος, όμως, να λέει ψέματα για το καινούργιο του hobby σε φίλους και οικογένεια. Ειδικότερα από τον αδελφό του, ο οποίος βγάζοντας τα προς το ζην σε παράνομους αγώνες box, ως mentalité βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την όποια… «Madama Butterfly».
Μοιάζει καλοφτιαγμένος σε γενικές γραμμές ο «Τενόρος» αρχικά, θυμίζοντας ενίοτε upgrade της «Υψηλής Ραπτικής» (κάτι όχι και τόσο δύσκολο, ασφαλώς). Το εξ ορισμού γλυκανάλατο και στερεοτυπικό του στόρι κρύβει έναν κάποιο ρεαλισμό, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με την καθημερινότητα του Αντουάν και του αδελφού του στα προάστια. Βοηθά ο ανάλαφρος τόνος που υιοθετεί ο Κλοντ Ζιντί Τζ. (πρόκειται για τον γιο του Κλοντ Ζιντί, σκηνοθέτη σε μια σειρά από τεράστια σουξέ του λαϊκού γαλλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70 και ’80), ο οποίος σε αρκετές στιγμές είτε δεν παίρνει τα πράγματα στα πολύ σοβαρά (τα συναπαντήματα με την Αστυνομία), είτε δίνει μια νότα «βρώμικης» αυθεντικότητας (μπουνίδια στους δρόμους, αθυρόστομες rap ρίμες).
Όταν, εν τούτοις, το στόρι του debutant σε solo προσπάθεια σκηνοθέτη μπαίνει στο κυρίως θέμα, οπότε και έχει την ανάγκη να πλεύσει σε… αμερικάνικου τύπου ύδατα, τότε το πράγμα τείνει προς την γραφικότητα. Η αισθηματική υποπλοκή θυμίζει ντουέτο… Γιάννη Βόγλη – Μέμας Σταθοπούλου με φόντο άσχετη φάση στρατοκαυλίασης, βγαλμένης θαρρεί κανείς μέσα από το «Έρωτας με την Πρώτη Μπουνιά» (2014). Η κλιμάκωση της σχέσης δασκάλας και μαθητή, άπαξ του τηλεφωνήματος που η πρώτη δέχεται σε κάποια στιγμή, είναι βέβαιο πως θα οδηγηθεί σε άγριο mélo. Η δε όμορφη και απλή τακτοποίηση των πάντων, με την αντίστοιχη μεταστροφή απόψεων και χαρακτήρων, αποτελεί μικρότερη έκπληξη κι από την επιλογή του «Nessun Dorma» στο soundtrack! Ο απόφοιτος του γαλλικού «The Voice», ΜΒ14 (κατά κόσμον Μοαμέντ Μπελκίρ), διαθέτει μια αφέλεια που τον βοηθά να τη σκαπουλάρει στ’ αλώνια, όπου δείχνει να σουλατσάρει πολύ πιο άνετα απ’ ότι στα σαλόνια. Εκεί, άλλωστε, παίζουν οι ρίμες και τα νταηλίκια με τα κωλόπαιδα της άλλης γειτονιάς. Ωσάν «Τενόρος», οφείλει να φορά επίσημο ένδυμα και να κάνει τον κυριλέ. Παραμύθι φούρναρης, δηλαδή.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
«Ένας Μάγκας στα Σαλόνια», με την αγαπημένη (εσχάτως) «παραμυθένια» διάσταση του γαλλικού σινεμά, που προτάσσει… ξεβλάχεμα των μαροκινοαλγερινών εμιγκρέδων μέσω υψηλής κουλτούρας και διανόησης. Οι του Παβαρότι μπορεί να δουν με συγκατάβαση τον αγώνα του πτωχού Αντουάν. Οι του ΛΕΞ, θ’ ανάψουν καπνογόνα. Όχι για να πανηγυρίσουν.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr