Ένας τίτλος που απονέμεται από ενοχή ή ευαισθησία;
Η Γιούλια άλλαζε αντικείμενα σπουδών. Τελείωνε τις σχέσεις με τους εραστές της. Ενθουσιαζόταν αλλά σύντομα την κυρίευε το αίσθημα του ανικανοποίητου: ωστόσο, μέσα στη νεανική της ορμή, υπερίσχυε η επιθυμία για πειραματισμούς κι αλλαγές.
Στα 30 της, παρά το ότι έχει ζήσει χωρίς συμβιβασμούς, ανησυχεί περισσότερο ότι κάτι δεν πάει καλά με την ίδια – μήπως θα πρέπει να θέλει πια να ζήσει διαφορετικά, μήπως θα έπρεπε να είχε ήδη αρχίσει να ζει αλλιώς; “Ξέρω, τίποτα ποτέ δεν είναι αρκετά καλό“, της απαντά ένας άντρας. Όταν κάποιος αυτοανακηρύσσεται ως ο “χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο” (σκόπιμα υπερβολικός ο τίτλος της ταινίας), ωθείται από ενοχή ή ευαισθησία (ή ναρκισσιστική επίδειξη ευαισθησίας), από τη σύγκριση με τους άλλους ή από την αναμέτρηση με μια ιδανική κι ακατόρθωτη εικόνα για τον εαυτό του; Και, αλλάζει εσωτερικά ή καθηλώνεται;
Η Γιούλια ερωτεύεται έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα όταν της λέει ότι δεν πρέπει να ξανασυναντηθούν. Ευχαριστεί έναν συνομήλικό της άντρα επειδή την ανέχεται. Θα ξεκόψει με τον πατέρα της θέλοντας να την “κυνηγήσει” εκείνος πια, λες κι αναφέρεται σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που κουράστηκε να περιμένει. Η Γιούλια συνδέεται με άντρες που κι αυτοί αισθάνονται σαν οι χειρότεροι άνθρωποι στον κόσμο, τους ερωτεύεται κι εξιδανικεύει – κι εξιδανικεύεται, με άλλα κίνητρα από την πλευρά τους, ασυνείδητα θέλοντας να την εγκλωβίσουν στη σχέση, κρύβοντας (κι από τούς εαυτούς τους) ότι δεν έχουν βαθιά συναισθήματα. Στο τέλος, όμως, η Γιούλια φεύγει συνειδητοποιώντας τις εξιδανικεύσεις της, έστω κι αν εξακολουθεί να αγαπάει χωρίς να αγαπάει πια ή να μην αγαπάει πια χωρίς να έχει πάψει να αγαπάει. Ζει χωρίς να καταβάλλεται από τους φόβους της ενώ οι σύντροφοι της κατασκευάζουν την εικόνα τους: ο ένας, προκλητικός κομίστας, με “μια αγριόγατα σε κόσμο οικόσιτων γατών” σαν ήρωα των βιβλίων του, δηλώνει ότι στην τέχνη του σαρκάζει την πολιτική ορθότητα κι εκφράζει τις σκοτεινές του σκέψεις (χωρίς, όμως, αυτά να εμβαθύνονται δραματουργικά)- στη ζωή, όμως, απωθεί την αναζήτηση της αλήθειας του και χειραγωγεί τη Γιούλια, επικαλούμενος τη μεγαλύτερη ωριμότητά του που πιστεύει ότι απορρέει από τη διαφορά ηλικίας τους (επιχειρεί, μάλιστα, να την ενοχοποιήσει για την ελευθερία της, προσάπτοντάς της ότι “πάντα φεύγει στα δύσκολα”). Ο άλλος, εντελώς διαφορετικός, δείχνει ανοιχτός, υπομονετικός αλλά στην πραγματικότητα προσαρμόζεται στις ανάγκες της ώστε να μην τον εγκαταλείψει. Και οι δύο φοβούνται τον πόνο της απώλειας, κι όταν τον βιώνουν, δεν χωράει μέσα τους το φυσιολογικό: μια σχέση υπάρχει μονάχα στη βάση της αμοιβαίας ή της κοινής επιθυμίας, ότι οι ερωτικές σχέσεις συχνά φτάνουν σε αδιέξοδο ή κορεσμό χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι η χαρά αναπαράγεται σ’ ένα ομοίωμά της όλο και πιο μηχανικά.
Η Γιούλια δεν θέλει ακόμα να γίνει μητέρα, δεν ξέρει αν θα το θελήσει. Γύρω της, οι άνθρωποι υποδύονται τους γνώριμους ρόλους στη δική τους παραλλαγή του κοινωνικού προτύπου της οικογένειας και της γυναικείας ολοκλήρωσης με τη μητρότητα: ένα παιδί πιάνεται στα πόδια της, σαν έσχατη άμυνα στη σωματική ισχύ της μητέρας του που τού επιβάλλει να κοιμηθεί κι ας μην έχει νυστάξει ενώ ο πατέρας συμμετέχει στην κακοποίηση παρακολουθώντας αμέτοχος- θαρρείς ότι μια τέτοια γονεϊκή εξουσία πάνω στο παιδί εκχωρείται στις γυναίκες σαν αντάλλαγμα της τεκνοποίησής τους πριν (ή: αν) θελήσουν ή αποφασίσουν να θυσιάσουν ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής τους ζωής γι’ αυτόν τον σκοπό, πριν (αν) αισθανθούν έτοιμες να ανταποκριθούν στις γονεϊκές ευθύνες, μόνο και μόνο επειδή οι δείκτες του αναπαραγωγικού ρολογιού δεν επιστρέφουν στην ηλικία απ’ όπου έχουν περάσει οπότε η γυναίκα δεν χρειάζεται να αισθάνεται την επιθυμία παρά να υποκύπτει στην ανάγκη. Συμβαίνει και στις προοδευτικές κοινωνίες παρά το ότι οι σημερινές γυναίκες είναι χειραφετημένες, όπως ευρηματικά απεικονίζεται στην αναδρομή του γενεαλογικού δέντρου της Γιούλια όπου οι γυναίκες κάθε προηγούμενης, στην ηλικία της γενιάς είχαν όλο και περισσότερα παιδιά. Μια καλυμμένα πατριαρχική κοινωνία όπου “αν οι άντρες είχαν περίοδο θα ξέραμε τα πάντα γι’αυτήν, όπως ξέρουμε τα πάντα για τη στυτική δυσλειτουργία τους αλλά όχι για την περίοδο και τον γυναικείο οργασμό“, όπως λέει η Γιούλια.
Η ταινία δομείται σε “12 κεφάλαια, έναν πρόλογο κι έναν επίλογο”, καλύπτοντας μια σημαντική περίοδο στη ζωή της Γιούλια, όταν οι αλλαγές χαρακτηρίζονται ως ανωριμότητα ενώ η σταθερότητα και η ομοιότητα με τις ζωές των άλλων, ως ωριμότητα. Απολαμβάνουμε την ταινία χάρη στη ρευστότητα του μοντάζ, τη φυσικότητα των ηθοποιών, το χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία, χάρη σε ορισμένες ευφυείς σκηνές, όπως το φλερτ ανάμεσα σε δύο νέους που μόλις έχουν γνωριστεί και πειραματίζονται πόσο προσωπική μπορεί να γίνει η επαφή τους, τολμώντας πράξεις στη σύμβαση του παιχνιδιού που στη ζωή δεν θα σκέφτονταν καν (χαρακτηριστικά, κατουράνε ο ένας μπροστά στον άλλον!) χωρίς όμως να κάνουν κάτι που θα βάραινε τη συνείδησή τους ότι απάτησαν τους συντρόφους τους ή η ευφάνταστη σκηνή με τις παρενέργειες παραισθησιογόνων μανιταριών όπου η Γιούλια αντιμετωπίζει τα φαντάσματά της του πατέρα και των συντρόφων της. Όμως, όσο περνάει η ώρα και πάρα τα ερεθίσματα που προσφέρονται για επεξεργασία, ο αρχικός ζωντανός τόνος αποδυναμώνεται, οι σχέσεις δεν εμβαθύνονται, αντιλαμβανόμαστε τα κίνητρα των αντρών αλλά δεν αναπτύσσονται ως χαρακτήρες (καθώς αρκείται σε καίριες ψυχολογικές παρατηρήσεις πάνω στις συνηθισμένες έμφυλες συμπεριφορές τους), το μελό διεισδύει στις εξομολογήσεις και στην επανεξέταση του παρελθόντος μέσα στην ανθρωπιά και τη μελαγχολία που αποπνέεται, ορισμένες σεναριακές ευκολίες δίνουν λύση σε κρίσιμα διλήμματα.
Πάνω απ’ όλα, βέβαια, υπάρχει η αξιολάτρευτη Ρενάτε Ράινσβε που κλέβει την καρδιά μας! Μας μεταδίδει την εσωτερική πορεία μιας γυναίκας που δεν θέλει να παραμείνει θεατής τής ζωής της, αποδέχεται τον εαυτό της και κατακτά τη δυνατότητα να ζει αληθινά, απορρίπτοντας τους γνώριμους ρόλους μιας κοινωνίας που, παρά την προοδευτικότητά της, εξακολουθεί να συντηρεί δεδομένους έμφυλους ρόλους και ορισμένους θεσμούς όπως αυτόν της οικογένειας (όπου η αλληλοϋποστήριξη των μελών της είναι ένα καθήκον στο όνομα της αγάπης χωρίς αγάπη ανάμεσά τους, όπου το να στέκονται στο πλευρό ενός ετοιμοθάνατου συγγενή έχει περισσότερο την έννοια μιας ιερής υποχρέωσης- η Γιούλια, όμως, προτιμά να θρηνήσει μόνη την απώλεια του αγαπημένου της προσώπου χωρίς να παραστεί στις τελευταίες του στιγμές). Η υπέροχη ερμηνεία της Ράινσβε δίνει βάθος στον ρόλο της Γιούλια και, μαζί με την αφηγηματική ικανότητα του ταλαντούχου Τρίερ, είναι οι βασικοί λόγοι που παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον την ταινία παρά την επιφανειακότητά της.
Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr