Αυλαία για την «τριλογία του Όσλο», με την καλύτερη πρωταγωνίστρια της σειράς, αλλά με επίσης άνιση διαχείριση των πολυπλοκοτήτων της.
Όσοι σήμερα βρίσκονται στο φάσμα των 25 με 30, είναι σχεδόν αδύνατο να μην ταυτιστούν με τη Γιούλια (Ρενάτε Ρέινσβε), μια γυναίκα η οποία "πάσχει" από ένα πρόβλημα που μέχρι πρότινος ελάχιστοι τολμούσαν να ομολογήσουν. Η Γιούλια, απλώς, δεν ξέρει τι θέλει. Από το τι καριέρα επιθυμεί να ακολουθήσει μέχρι τι είδους ερωτικές σχέσεις επιδιώκει. Δεν έχει την παραμικρή ιδέα, κι αυτή η συνειδητοποίηση την παραλύει, της δημιουργεί ενοχές και την κάνει να νιώθει ανεπαρκής. Εκείνη δεν έχει αποφασίσει καν ποιο κούρεμα της πάει. Την καθιστά αυτό, άραγε, τον χειρότερο άνθρωπο στον κόσμο;
Ως άρτιο δείγμα τού τι σημαίνει να είσαι 30άρης στον σημερινό κόσμο διαρκούς έκτακτης ανάγκης, η Γιούλια νιώθει οικεία στη ρευστότητα, τρομάζει με την παρατεταμένη σταθερότητα και απολαμβάνει να ερωτεύεται. Ο Γιόακιμ Τρίερ κάνει περίφημη δουλειά στην απεικόνιση αυτής της αμφιθυμίας, η οποία συνυπάρχει ταυτόχρονα με μια ορμητική σεξουαλική επιθυμία (η ενότητα του πάρτι είναι διαπεραστικά μεθυστική). Εξάλλου, οι έννοιες της νεότητας και των ψυχολογικών τελμάτων της βρίσκονται στον πυρήνα της "τριλογίας του Όσλο", η οποία σε κάθε φιλμ έπιανε τον παλμό της εποχής. Το τελευταίο κεφάλαιο προσφέρει, χάρη στο χαρακτήρα της Ρέινσβε, μια ευχάριστη ανανέωση σε ένα σερί νάρκισσων αντρών με τάσεις αυτολύπησης ("Reprise", "Όσλο, 31 Αυγούστου"). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Τρίερ πετυχαίνει διάνα. Το πείσμα του να αποδειχθεί μοντέρνος φέρνει σε αμηχανία την αφήγηση όταν, εντελώς επιφανειακά και εν παρόδω, θίγονται οι προβληματικές του σύγχρονου φεμινισμού (βλ. κεφάλαιο 3), κάτι που δεν φαίνεται να κατέχει καν ο Νορβηγός ώστε να το κριτικάρει κιόλας.
Αυτή η εντύπωση ενισχύεται, επιπλέον, από τις επιλογές της ταινίας. Όσο διατείνεται πως αφήνει χώρο στην ηρωίδα να χειραφετηθεί, να πληγωθεί ώστε να ενδυναμωθεί, άλλο τόσο την εγκλωβίζει στην αυτοαναφορικότητα των ερωτικών συντρόφων της. Το μεγαλύτερο μέρος της αφιερώνεται σε σκηνές όπου η Γιούλια ακούει παθητικά τους εραστές της είτε να επιχειρούν να την ψυχολογήσουν είτε να της επιρρίπτουν ευθύνες για δικές τους ανασφάλειες. Έτσι το φινάλε, που φτάνει ύστερα από μια συναισθηματικά εκβιαστική σεκάνς, δεν συνοδεύεται από λυτρωτική απελευθέρωση, αλλά μάλλον από μελαγχολία. Ίσως δεν ήταν έτσι αν ο Τρίερ, και ο σταθερός συν-σεναριογράφος του Έσκιλ Βογκτ, μας πρόσφεραν λίγο χρόνο γνωριμίας με τη Γιούλια, για την οποία δε μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο από το γούστο της στους άντρες. Μερική παρηγοριά η αληθινά σπουδαία ερμηνεία της Ρέινσβε, η οποία πολλαπλασιάζει τις ποιότητες μιας ηρωίδας που στα σίγουρα δεν είναι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr