Σύζυγος, μητέρα και ερωμένη μοιράζει τη βουτηγμένη σε μυστικά και ψέματα ζωή της ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελβετία. Ως πότε και γιατί;
Είναι υπερφιλόδοξη τούτη η ταινία, με την οποία συστήνεται στο ελληνικό κοινό ο σκηνοθέτης Αντουάν Μπαρό. Με επιρροές από το σινεμά του Άλφρεντ Χίτσκοκ, του Λουίς Μπουνιουέλ, καθώς και του συμπατριώτη του Κλοντ Σαμπρόλ, ο Γάλλος auteur τοποθετεί τον πήχη του έργου του σχεδόν στη… στρατόσφαιρα, από τη στιγμή που ως βασική του πηγή έμπνευσης μοιάζει να έχει το «Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου» (1958). Η Ζουντί, που ακούει στο όνομα Μαργκό, αλλά μπορεί να λέγεται και Μαντλέν (το πιάσατε, έτσι;), μπορεί να μην γκρεμοτσακίζεται από τα ψηλά (όπου ελέω του δημιουργού της έχει εκτιναχθεί), πλην όμως στερείται της πολυπλοκότητας που ο χαρακτήρας της απαιτεί. Προσθέστε και την άτονη σκηνοθετική ματιά, που δεν τολμά να τονίσει το λανθάνον θριλερικό στοιχείο, και η ιδού η «Μαντλίν Κόλλινς»: ένα φιλμ που δε μπορεί να ενταχθεί στην άτυπη κατηγορία «τέρας», όμως, μπαίνει… με τα τσαρούχια σ’ εκείνη του «για θερινό, καλό είναι».
Η έναρξη δίνεται με μια σεκάνς φαινομενικά άσχετη με το όσα διαδραματίζονται στη συνέχεια. Μια όμορφη νεαρή γυναίκα λιποθυμά, χτυπώντας άσχημα το κεφάλι της, ενώ δοκιμάζει φορέματα εντός πολυτελούς καταστήματος. Ανοίγοντας διαρκώς μέτωπα και γεμίζοντας την πλοκή μ’ ένα αδιόρατο μυστήριο, ο Μπαρό συστήνει την Ζουντί Φαβέ, κάτοικο Γαλλίας, σύζυγο διάσημου μαέστρου και μητέρα δύο αγοριών. Για αδιευκρίνιστους λόγους, που μάλλον έχουν να κάνουν με την ψυχική της υγεία (αλλά μπορεί και όχι), η Ζουντί διατηρεί ερωτική σχέση με νεαρό άνδρα στην Ελβετία, κρατώντας κι εκεί τον ρόλο της μητέρας, με τη διαφορά πως στην ελβετική της ταυτότητά αναγράφεται το όνομα Μαργκό Σοριανό. Σε αμφότερες τις «ζωές» της εργάζεται ως διερμηνέας, χρησιμοποιώντας τις «επαγγελματικές υποχρεώσεις» της σαν πρώτης τάξεως δικαιολογία, προκειμένου να πηγαινοέρχεται ανενόχλητη στις δύο χώρες, εφευρίσκοντας κατά το δοκούν ταξίδια στο εξωτερικό. Γιατί, όμως, οι γονείς της εμφανίζονται να είναι τόσο άνετοι με τα aller-retour της κόρης τους; Πως, άραγε, είχε καταφέρει να κρύψει την εγκυμοσύνη του μικρού κοριτσιού της από τον Γάλλο σύζυγό της; Και γιατί υπάρχει μια υποβόσκουσα υποψία ότι σύζυγος και εραστής γνωρίζονται αναμεταξύ τους;
Τα ερωτήματα που θέτει το σενάριο είναι πολλά, με τις απαντήσεις οι οποίες δίνονται (σε βάθος χρόνου) να τακτοποιούν τα κομμάτια του puzzle στη θέση τους με τρόπο σχεδόν αποδεκτό (τα περισσότερα, έστω, αλλά δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να επεκταθώ πάνω σ’ αυτό). Είναι, όμως, η στείρα και τόσο μονότονη διαχείριση του θέματός της, που κάνει την «Μαντλίν Κόλλινς» να αστοχεί. Τα ψήγματα του ψυχολογικού θρίλερ και του αστυνομικού μυστηρίου (που σε κάποια στιγμή μοιάζει να μπαίνει στο στόρι) δεν αξιοποιούνται ποτέ, χάριν μιας υπαρξιακού τύπου προσέγγισης, η οποία πασχίζει να σκιαγραφήσει το πορτρέτο μια διχασμένης γυναίκας. Έχει ψυχολογικά προβλήματα η Ζουντί / Μαργκό ή ζει κατ’ αυτόν τον τρόπο επειδή… έτσι της γουστάρει; Η σύγχυση που δημιουργείται γύρω από τα κίνητρά της κρατά ένα minimum ενδιαφέροντος, εν τούτοις, όταν έρχεται το τέλος της διαδρομής, η αίσθηση που δημιουργείται είναι πως σχεδόν τίποτα από τα προηγούμενα δεν είχε και τόση σημασία. Οι περίπλοκες σεναριακές φιλοδοξίες καταλήγουν να φέρνουν σε… telenovela, κάνοντας τους γρίφους και τις ανατροπές που προηγήθηκαν να στερούνται ουσίας. Δεν πηδάει στο κενό η «Μαντλίν Κόλλινς», αλλά αφήνεται στην τύχη της, δίχως προοπτική και δίχως «ταυτότητα». Για γυναίκα με τόσα ονόματα, δεν το λες και επιτυχία…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Λίγο από αινιγματικό θρίλερ, λίγο από ψυχολογικό δράμα και στο τέλος… λίγο απ’ όλα. Ενήλικο γαλλικό σινεμά, με μια αγαπητή στο ντόπιο κοινό αύρα μυστηρίου στο σενάριο, που όμως περισσότερο μοιάζει με το… χαλάζι της tricolore αναβροχιάς, παρά με δροσιστική βροχούλα.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr