«Ο κινηματογράφος μάς ανοίγει ένα παράθυρο στο όνειρο, είναι ένα όργανο της ποίησης, με ότι αυτό μπορεί να υπονοεί την αίσθηση της απελευθέρωσης, της ανατροπής της πραγματικότητας», έλεγε ο μεγάλος Λούις Μπουνιουέλ. Σ’ αυτή τη δύναμη του στρέφεται ο γνωστός μας Κινέζος σκηνοθέτης Ζανγκ Γιμού, στην ταινία του, «Η χαμένη σκηνή» («Η χαμένη μπομπίνα», ή πιο σωστά, «Το χαμένο πλάνο», θα ήταν καλύτερα να είχε τιτλοφορηθεί η ταινία μια και αναφέρεται σε ένα και μοναδικό πλάνο, που βρίσκεται σε μια κλεμμένη μπομπίνα), όπου ο κινηματογράφος (και γενικότερα η τέχνη) βρίσκεται στο επίκεντρό της, στην εποχή της «πολιτιστικής επανάστασης» που επέβαλε ο Μάο Τσε Τουνγκ), εποχή κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής καταπίεσης. Ταινία, αξίζει να αναφέρω, που αποσύρθηκε από την Κίνα αμέσως μετά την προβολή της στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2021, γιατί θεωρήθηκε πως προσβάλλει την επίσημη Ιστορία της χώρας.
Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο το ότι ο Ζανγκ Γιμού, γνωστός παλιότερα για μια σειρά τολμηρών για την εποχή του ταινιών όπως «Η ιστορία της Κίου Ζου», « Keep Cool» και «Να ζεις», και μετά από την πρόσφατη υποχώρηση του στις απαιτήσεις των κινεζικών αρχών με περιπέτειες εποχής (βλέπε ταινίες όπως «Η κατάρα του χρυσού λουλουδιού», «Το σινικό τείχος», «Σκιά») αποφάσισε τελικά να κάνει μια επιστροφή με την αρκετά τολμηρή αυτή ταινία, με μια απλή, εξαιρετικη ιστορία, όπου υπαινίσσεται, με αναμφισβήτητο πάντως τρόπο, πως η τέχνη (και συγκεκριμένα ο κινηματογράφος) μας ανοίγει το δρόμο της ελπίδας και της ανατροπής.
Την μπομπίνα της ταινίας κλέβει ένας άντρας (δραπέτης από μια φυλακή της «πολιτιστικής επανάστασης» της δεκαετίας του ‘60), που στα πρώτα εξαίρετα, φωτογραφημένα με ξεχωριστή αγάπη από τον τακτικό συνεργάτη του Ζιμού, Ξιαοντίνγκ Ζάο), τον βλέπουμε να διασχίζει τους αμμόλοφους μιας απέραντης ερήμου. Ο Ζανγκ (Γι Ζανγκ) έχει δραπετεύσει για να έρθει σε μια μικρή, απόμακρη βόρεια πόλη, όπου θα προβληθεί μια πατριωτική ταινία, προβολή που οι κάτοικοι περιμένουν εδώ και μήνες με ανυπομονησία (το «παράθυρο στην απελευθέρωση», που ανάφερα στην αρχή), μαζί με την οποία θα προβληθούν και τα επίμαχα γι’ αυτόν επίκαιρα, αριθμός 22, στα οποία περιέχονται πλάνα της 15χρονης κόρης του, που έχει να δει εδώ και χρόνια και η η οποία, μαζί με τη μητέρα της, στις απαιτήσεις της μαοϊκής «πολιτιστικής επανάστασης», τον είχαν καταδώσει.
Ο Ζανγκ θα κλέψει την μπομπίνα από το ποδήλατο του άντρα που μεταφέρει την ταινία για προβολή, μπομπίνα που αμέσως μετά, για δικούς της λόγους, θα του κλέψει μια νεαρή ορφανή, η Λίου (Λίου Χαουκούν). Ανάμεσα τους αρχίζει ένα κυνηγητό «γάτας και ποντικού», με τον ένα, με διάφορους τρόπους, να κλέβει την μπομπίνα από τον άλλο, δίνοντας την ευκαιρία στον Γιμού να φτιάξει μερικά κωμικά επεισόδια. Τελικά ο Ζανγκ καταφέρνει να αποσπάσει την μπομπίνα από την Λίου και να την παραδώσει στον «κύριο Σινεμά» (Φαν Βέι), ο οποίος όμως δεν μπορεί να ξεκινήσει την προβολή γιατί οι μπομπίνες της ταινίας που μετέφερε με το αυτοκίνητο του ο γιος του, είχαν πέσει στο δρόμο και το φιλμ ξετυλίχτηκε και συρθεί στη λάσπη. Φοβούμενος πως θα βρει τον μπελά του με τις αρχές για την καταστροφή της ταινίας, ο κύριος Σινεμά ζητάει από τους χωρικούς να τον βοηθήσουν να καθαρίσει το φιλμ. Κι αρχίζει μια ωραία επιχείρηση ( από τις ωραιότερες σκηνες αναφέρω αυτή με τους χωρικούς να μεταφέρουν, σε ένα ειδος τελετουργίας, το ξετυλιγμένο φιλμ σε κουβέρτες για να το καθαρίσουν), με τους χωρικούς να παίρνουν μέρος στο καθάρισμα (μόνη ίσως εργασία που οι καταπιεσμένοι κάτοικοι εκτελούν με αγάπη και ενθουσιασμό), και με τον κύριο Σινεμά να συγκινείται από την ιστορία του Ζανγκ και να προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον βοηθήσει – βοήθεια που τους συνδέει η αγάπη τους για το σινεμά.
Αγάπη για το σινεμά αλλά κι ενός διαφορετικού τρόπου με τον οποίο βλέπουμε και απολαμβάνουμε τις ταινίες – με το 35άρι φιλμ, τις μπομπίνες και το κοινό με το οποίο ο Ζανγκ μοιράζεται και απολαμβάνει την προβολή. Αλλά και ένα σχόλιο πάνω στον ατέλειωτο, βασανιστικό αγώνα του απλού ανθρώπου να επιστρέψει σε μια ζωή που του αφαίρεσαν βίαια, χωρίς τη συγκατάθεση του. Όλα δοσμένα με τον απλό, από το οποίο δεν λείπει η ποίηση και η φρεσκάδα, τρόπο, που χαρακτηρίζει τις καλύτερες, και πιο άμεσες, ιδιαίτερα ανθρώπινες, ταινίες του Ζανγκ Γιμού.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr