Κρίνοντας από την πιο πρόσφατη περιπέτεια του «Spider Man», το «Spider-Man: No Way Home» (2021), του οποίου η πρωτοτυπία είναι η κοινή εμφάνιση όλων των ηθοποιών που έχουν υποδυθεί τον ήρωα της Marvel Comics μέσα στα τελευταία 20 χρόνια (Τομ Χόλαντ, Ανταμ Γκάρφιλντ, Τόμπι Μακγκουάιρ) είναι εμφανές ότι το σύμπαν της Marvel αναζητά νέες διεξόδους στοχεύοντας στην ανανέωση των ηρώων της και την αποφυγή της (αναπόφευκτης) επανάληψης. Το ίδιο θα λέγαμε ότι ισχύει και με την τέταρτη «προσωπική» ταινία του υπερήρωα Thor, του Θεού του Κεραυνού με το μαγικό σφυρί, εμπνευσμένου από την μυθολογία των Βίκινγκ, ο οποίος μετέτρεψε τον 39χρονο σήμερα Αυστραλό ηθοποιό Κρις Χέμσγουορθ σε σούπερσταρ («Thor», 2011, «Thor 2: Σκοτεινός κόσμος», 2013 και «Thor: Ragnarok», 2017).
Τόσο το στοιχείο του ρομάντζου (ανάμεσα στον Thor και την πρώην του/ Νάταλι Πόρτμαν) όσο και της κωμωδίας (αρκεί να δει κανείς τον Ράσελ Κρόου με φουστίτσα ως Δία) είναι στοιχεία πολύ έντονα στο «Thor: Love and Thunder» που σκηνοθέτησε κάπως πιο παρδαλά απ’ όσο περιμένεις για μια τέτοια ταινία ο Νεοζηλανδός Τάικα Γουαϊτίτι (σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της ταινίας «Τζοτζο» που απέσπασε το Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου 2019). Το ταξίδι αναζήτησης και εσωτερικής γαλήνης στο οποίο ο Thor βρίσκεται έχοντας αποσυρθεί πλέον από τη μάχη, θα διακοπεί όταν ο Gorr, ο Θεός της Σφαγής απειλεί την γαλαξιακή ειρήνη (ο Κρίστιαν Μπέιλ αγνώριστος και σε μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία ενός σκοτεινού αλλά όχι και τόσο αντιπαθούς χαρακτήρα).
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr