Κίνα, δεκαετία του '60. Ενας κρατούμενος αποδρά από το στρατόπεδο εργασίας μόνο και μόνο για να παρακολουθήσει τα Επίκαιρα στον κινηματογράφο. Μα ένα ορφανό κορίτσι έχει κλέψει το καρούλι της ταινίας... Δύο σχεδόν χρόνια μετά την ακύρωση της παγκόσμιας πρεμιέρας για «τεχνικούς λόγους» στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Γιμού επιστρέφει. Σημαντικός σκηνοθέτης και ιστοριογράφος της Κίνας, δεν ασχολείται με τη λεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση» για πρώτη φορά. Επανέρχεται συχνά στη φιλμογραφία του σε αυτήν την περίοδο, ασκώντας εντονότατη κριτική, πολλές φορές μονοδιάστατη και ισοπεδωτική, θα έλεγε κανείς.
Αυτήν τη φορά όμως η οξεία κριτική του είναι το «πρόσχημα» για να μιλήσει για τον κινηματογράφο ως τέχνη, ως ανάγκη, ως συλλογική δημιουργία και εμπειρία, ως πολύτιμο φυλαχτό και παρακαταθήκη για τους ανθρώπους στους καιρούς της αποξένωσης. Ανατρέχει σε εκείνη την περίοδο γιατί τότε ο κινηματογράφος ήταν το μοναδικό μαζικό, διαπαιδαγωγικό αλλά και προπαγανδιστικό πολιτιστικό εργαλείο για την κοινωνία. Με λίγα λόγια, είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς πολιτικά με την ανάλυσή του γύρω από το ιστορικό πλαίσιο, δεν μπορείς να μη διακρίνεις αφενός τη σημασία που δίνει στο ιστορικό ντοκουμέντο, ακόμα και για ένα καρέ του φιλμ, και αφετέρου την ανάδειξη της συλλογικότητας και της κοινωνικοποίησης που απαιτείται για μια έστω προβολή στο σινεμά. Τα κάδρα του είναι ποιητικά, η φωτογραφία του Ζάο Ξιαοντίνγκ εξαιρετική και εάν κάποιος την επιλέξει, αξίζει να τη δει στη μεγάλη οθόνη, εκεί που ανήκει άλλωστε.
Παυλίνα Αγαλιανού
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα rizospastis.gr