Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο η ηθοποιός Μάγκι Τζίλενχαλ γύρισε το μυθιστόρημα της Έλενα Φεράντε The lost daughter στις Σπέτσες και της φάνηκε καλή και πρακτική ιδέα να μεταφέρει τη δράση από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Άλλωστε, η ηρωίδα λέγεται Λήδα και το θέμα του δράματος, που ξεκινά φαινομενικά ανέμελα στη ραστώνη της Ζωγεριάς και στη ζεστή αγκαλιά ενός ήσυχου (από εντάσεις και μποφόρ) νησιού, είναι η μητρότητα μιας γυναίκας που κάνει τις διακοπές μόνη από πεποίθηση και ανάγκη, και υπαινίσσεται συνεχώς το απότομο κόψιμο του λώρου, μια αδιευκρίνιστη απώλεια που σχετίζεται ίσως με μία από τις κόρες της.
Το παραθαλάσσιο σκηνικό, ιδανικό για ξεκούραση και περισυλλογή, γρήγορα θολώνει από μια φωνακλάδικη, μεγάλη οικογένεια Ελληνοαμερικανών που κάνει κανονική κατάληψη στον χώρο και εκνευρίζει την πολύ Βρετανή Λήδα με την τάση τους για αδιακρισία. Η ηρωίδα διακόπτει τη συγκέντρωσή της για να βοηθήσει τον εντοπισμό της κόρης της Ντακότα Τζόνσον και, εντελώς αψυχολόγητα, κλέβει την αγαπημένη κούκλα της μικρής, την παραχώνει στην τσάντα της, χωρίς να ενημερώσει τους γονείς, τους συγγενείς και ολόκληρο το νησί που απελπισμένα την ψάχνει για λογαριασμό της απαρηγόρητης μικρής.
Παράλληλα ξυπνούν οι μνήμες μιας νεαρής Λήδας, μικροπαντρεμένης και ξενιτεμένης για χάρη του συζύγου της, μάνας δυο κοριτσιών που μονοπωλούν τον χρόνο και την προσοχή της, αποσπώντας την από τις ακαδημαϊκές ανησυχίες και τις αυξανόμενες απαιτήσεις των φιλολογικών σπουδών της.
Η αγοραφοβική, τυπικά ευγενική, απόμακρη και σκιαγμένη από τα φαντάσματα του παρελθόντος 50άρα Λήδα της Ολίβια Κόλμαν συνεχώς αντιπαραβάλλεται με τον ζορισμένο νεότερο εαυτό της, όπως τον ενσαρκώνει η Τζέσι Μπάκλεϊ, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την ορμή της τοποθέτησής της στην κοινότητα κόντρα στο καθήκον και τον φυσικό κάματο μιας μητέρας βασικά μόνης και αβοήθητης. Είναι έτοιμη να κολακευτεί και εύκολο να παρασυρθεί, αν και στην ταινία δεν τη βλέπουμε να παίρνει διαφωτιστική απόφαση.
Με την ατμοσφαιρική φωτογραφία της Γαλλίδας Ελέν Λουβάρ και σάουντρακ τραγούδια της Μόνικας Χριστοδούλου, η Μάγκι Τζίλενχαλ συνέλαβε λεπτομέρειες ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου, απέδωσε όσο χρειάζεται κλειστοφοβικά το κλίμα του νησιού και την κυμαινόμενη θερμοκρασία των χαρακτήρων, έστησε μια πολύπλοκη υπόθεση, πολύ πιο ενδιαφέρουσα απ’ ό,τι υποδεικνύει το απατηλά ήρεμο ξεκίνημα, και από ένα σημείο κι έπειτα ακολουθεί την οδό ή μάλλον την ειδική διαδρομή του ψυχολογικού θρίλερ, που όμως δεν στηρίζει ανάλογα, ίσως ελλείψει πείρας: οι εντάσεις συχνά μένουν μετέωρες και οι εκρήξεις των περιφερειακών χαρακτήρων που δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς (ο Εντ Χάρις μοιάζει παραμελημένος και προσπαθεί μόνος) φαντάζουν ξαφνικές και συμπληρωματικές, εκτός από εκείνες της Ολίβια Κόλμαν, η οποία έχει όλο τον χρόνο να ξεδιπλώσει τη σύνθετη αντίληψή της για το συναίσθημα με βάθος ψυχής και ποικιλία αντιδράσεων, όσο κι αν η πλοκή κόβει τον ειρμό του χαρακτήρα της με τα απανωτά φλασμπάκ.
Ως συνήθως, χάνεσαι στο ετοιμοπόλεμο πρόσωπό της και χαζεύεις την ταχύτατη σχέση της σκέψης και τον λόγο, μέσω του βλέμματός της. Δικαίως η Κόλμαν, που όπως φαίνεται καταλαμβάνει τον αξιοζήλευτο θρόνο της Τζούντι Ντεντς στα φιλοβρετανικά μάτια του Χόλιγουντ, απέσπασε την τρίτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ μετά την Ευνοούμενη και τον Πατέρα, όπως και η Μπάκλεϊ για δεύτερο ρόλο, αλλά η Μάγκι Τζίλενχαλ είναι εκείνη που έλαβε ένα τεράστιο κύμα ενθάρρυνσης για το δημιουργικό ντεμπούτο, και κερδισμένο στοίχημα, στη Χαμένη Κόρη: υποψηφιότητα για Όσκαρ και BAFTA διασκευασμένου σεναρίου και βραβείο από το Φεστιβάλ Βενετίας στην κατηγορία αυτή, καλύτερη νέα σκηνοθέτις από την Ένωση Σκηνοθετών των ΗΠΑ και τους κριτικούς της Νέας Υόρκης, καθώς και σαρωτική τριπλή νίκη στα Independent Spirit Awards τη σεζόν που πέρασε.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr