Εμπνευσμένο από ένα διήγημα και με υποβλητικά σκηνοθετημένη πρώτη πράξη (πριν την απαγωγή του κεντρικού ήρωα), το αμάλγαμα φανταστικού και scare jumps experience product, ικανοποιεί ισάξια το κοινό που αναζητά εμπειρίες έντασης στον χώρο του μεταφυσικού και ψυχολογικού τρόμου. Με κεντρικό χαρακτήρα ένα δολοφόνο παιδιών που φοράει μάσκα εμπνευσμένη από το εφιαλτικά αξεπέραστο «Οnibaba» του Κανέτο Σίντο, επιρροές από τις πρόσφατες επιτυχίες του Netflix «Black Mirror» και τη ρετρό λαγνεία του «Stranger Things», το Black Phone έρχεται με διάθεση να αντισταθεί στα covid thrillers (ξέρετε αυτά με τους λίγους χαρακτήρες που γυρίστηκαν την περίοδο του εγκλεισμού και «εκμεταλλεύτηκαν» τα μειονεκτήματα υπέρ τους).
Σε ένα απροσδιοριστο κινηματοφραφικα χθες κάπου στις απολήξεις του ’70, οι μαντικές ικανότητες της μικρής Γκουέν (Madeleine McGraw) [που στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών έχει περισσότερες συμμετοχές από τον μέσο σαραντάρη Έλληνα ηθοποιό], είναι ευχή και κατάρα. Η γραφική (νεκρή) μητέρα της που είχε το ίδιο ακριβώς ταλέντο, αφήνει να εννοηθεί ότι δεν κατάφερε να αποτοξινώσει τον σύζυγό της από τις εξαρτήσεις και αυτός πλέον μεγαλώνει με πολύ βία και τα δύο παιδιά τους. Όμως τα οράματα της που την επισκέπτονται στον βαθύ REM, περιλαμβάνουν κωδικοποιημένα στοιχεία για την εξαφάνιση ήδη 5 παιδιών της περιοχής. Ο πολλάκις εκφοβισμένος από τους συμμαθητές του αδελφός της, ο Φίνευ (Mason Thames) θα απαχθεί και εγκλεισθεί σε ένα υπόγειο από τον «αρπαχτή» που με καταπιεσμένα παιδικά ένστικτα στήνει ένα παιχνίδι εξουσίας στα θύματα του. Χαμένο είναι πάντα το «άτακτο» παιδί, δηλαδή αυτός που θα παλέψει για τη ζωή του. Στο υπόγειο με την αυτοσχέδια sound proof καταπακτή, μια απενεργοποιημένη συσκευή μαύρου τηλεφώνου συνδέει νεκρούς και ζωντανούς. Οι πρώτοι θέλουν να μοιράσουν μέρος της γνώσης -και αποτυχίας τους- στο να επιβιώσουν· οι ζωντανοί προσπαθούν να διαχειριστούν εξυπνότερα το γνωστικό υλικό που τους προσφέρεται με σκοπό όχι απλά να επιβιώσουν αλλά να αποδώσουν την ύβρη όπου της αναλογεί.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ertnews.gr