Αναζητώντας την απόδραση μετά από μια απότομη ερωτική απογοήτευση στη Μόσχα, μια φοιτήτρια από τη Φινλανδία παίρνει το τρένο για το αρκτικό λιμάνι του Μουρμάνσκ, με σκοπό να δει από κοντά τα περίφημα πετρογλυφικά που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Ένας Ρώσος μεταλλωρύχος που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μεθά, θα της κάνει τη ζωή δύσκολη στο κοινό τους coupé. Ή μήπως το αντίθετο;
Αφού της έχουν κλέψει μια βιντεοκάμερα, μαζί με όλες τις καταγεγραμμένες αναμνήσεις που είχε από τη Μόσχα και την πρώην αγαπημένη της (η οποία μάλλον δεν τη λογάριασε ποτέ σαν σοβαρή σχέση…), εκείνος τη ρωτά τι περιείχε η κασέτα που έχασε (για πάντα, πια). Κι εκείνη απαντά: «Ανθρώπους. Parties. Διαμερίσματα. Γέλια. Μουσική… Τ’ αγάπησα όλα αυτά. Και τώρα τα έχασα…». Η σκηνή αυτή βρίσκεται περίπου στη μία ώρα της διάρκειας του «Βαγονιού Αριθμού 6» και απεικονίζει ένα νυχτερινό τοπίο, με τα φώτα μιας πόλης που χάνεται στο σκοτάδι, καθώς το τρένο απομακρύνεται απ’ αυτήν. Και είναι η πρώτη φορά που ο Γιούχο Κουοσμάνεν πλησιάζει τόσο «βαθιά» της ηρωίδα του, δίνοντας ψυχή και νόημα στην ταινία που η Φινλανδία πρότεινε για το ξενόγλωσσο Όσκαρ πέρσι (δεν κατάφερε να πάρει μια θέση στην πεντάδα των υποψηφιοτήτων της συγκεκριμένης κατηγορίας).
Γυρισμένο σε φιλμ, αδιαφορώντας για την περίοδο του χρόνου του γήινου βίου μας στην οποία διαδραματίζεται (το άκουσμα του κλασικού electropop hit «Voyage, Voyage» σε κάνει να υποψιάζεσαι πως πρόκειται για τα ‘80s, αλλά ένας διάλογος με αναφορά στον «Τιτανικό» του Τζέιμς Κάμερον σε πηγαίνει – έστω – στα late ‘90s), τούτο το «Βαγόνι» κινείται πάνω στα διαχρονικά υπαρξιακά αδιέξοδα μιας νέας κοπέλας κι ενός νέου αγοριού. Το τρένο, αν και υπάρχει προορισμός, μετατρέπεται σ’ ένα μέσο φυγής που στη οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να πάρει μια «λάθος» στροφή και να καταλήξει σε κάτι πιο «ουτοπικό» ή στο σημαντικότερο πράγμα που σχεδόν δε δείχνουν ότι ψάχνουν, ούτε και τολμούν να πουν, να μοιραστούν: την αγάπη.
Εκείνη είχε αφεθεί με αφέλεια στην «ασφάλεια» της ερωτικής περιπέτειας με μια γυναίκα μεγαλύτερη σε ηλικία, φανταζόταν το σπίτι της ερωμένης της σαν τον ιδανικό τόπο διαβίωσης, μια «φωλιά» συντροφικότητας, δίχως να συνειδητοποιεί πως ήταν μόνη της σε όλο αυτό. Το ταξίδι που σχεδίαζαν για να δουν μαζί κάτι δήθεν φημισμένα πετρογλυφικά, εξελίσσεται σε φιάσκο, μα εκείνη δεν το ακυρώνει. Θα πάρει το τρένο, θα την αναζητά ακόμα μέσα από άδοξες τηλεφωνικές κλήσεις, ελπίζοντας ν’ ακούσει μερικά λόγια ερωτικά, το πόσο της λείπει, κάτι για να γραπωθεί επάνω του και να πιστέψει πως υπάρχει αύριο.
Εκείνος είναι ο ορισμός του ακοινώνητου. Του ανθρωποδιώχτη. Λιγομίλητος, μπέκρας, αλλά με μάτι που «γυαλίζει» όταν παρατηρεί καλύτερα τη συνταξιδιώτισσά του, έχει πάρει το τρένο για να πάει σ’ ένα ορυχείο, μια πρόσκαιρη αλλά μάλλον επικερδή δουλειά που θα του εξασφαλίσει ένα κάποιο κομπόδεμα για να φτιάξει καλύτερα τη ζωή του κατόπιν. Θα της δείξει τις προθέσεις του από νωρίς, θα την παρεξηγήσει για πουτάνα που παίρνει πελάτες στη διάρκεια της διαδρομής, θα της προσφέρει λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς, ο «πάγος» ανάμεσά τους θα σπάσει με μερικές βόλτες έξω από το βαγόνι τους, θα αισθανθεί ζήλια όταν εμφανιστεί ακόμη ένας επιβάτης στο μικρό τους coupé.
Ναι, είναι μία αντι-ρομαντική boy meets girl ιστορία, που μπλέκει τις αύρες διαφορετικών πολιτισμών και ιδιοσυγκρασιών, μπουσουλάει αμήχανα στην εξέλιξή της, δεν έχει αποφασίσει αν πρέπει να τους οδηγήσει σε μια κάποια δέσμευση, απλά, τους επιτρέπει να νιώσουν την ανάγκη του μεταξύ τους δεσίματος, άσχετα από «ταμπέλες» σεξουαλικότητας που ενδεχομένως δεν θα επέτρεπαν στους δύο κεντρικούς ήρωες να γίνουν ζευγάρι. Γι’ αυτούς τους δύο… αδιάφορα συνηθισμένους, κανονικούς, ίσως «τραυματισμένους» εσωτερικά ανθρώπους, σημασία έχει το ταξίδι. Όχι η τελική έκβαση αυτού. Ακόμη κι αν το τέλος της διαδρομής επιφυλάσσει μια αποτυχία, για εκείνους ο σκοπός έχει επιτευχθεί. Έφτασαν εκεί που ήθελαν; Σ’ αυτό που ζητούσαν; Τότε… κέρδισαν! Είναι ακόμα ζωντανοί. Και οι δρόμοι μπροστά τους είναι ανοιχτοί. «Dans l’espace inouï de l’amour».
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr