Στα 1943, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες σκαρφίζονται μια πλαστή επιχείρηση απόβασης των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, έτσι ώστε ο αληθινός τους στόχος, το χτύπημα στην κατεχόμενη Σικελία, να περάσει κάτω από τα «radar» των Γερμανών.
Μπορεί ν’ ακούγεται… άσχημος ο ελληνικός τίτλος, όμως, η επιχείρηση αυτή συνέβη στ’ αλήθεια και έτσι ακριβώς είναι διαδεδομένη στα μέρη μας. Ένας από τους Βρετανούς αξιωματούχους που είχαν εμπλοκή στο σχεδιασμό της, ο Γιούεν Μόνταγκιου, έγραψε την ιστορία της το 1953 και αυτή ενέπνευσε μία πρώτη κινηματογραφική version («The Man Who Never Was») το 1956. Ο Τζον Μάντεν χρησιμοποιεί εκ νέου το χρονικό της «Επιχείρησης Κιμάς», αλλά προτιμά ένα σενάριο που αποπροσανατολίζει από το ουσιαστικό θέμα και την πλοκή ενός συνδυασμού δράματος με φόντο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ενός κατασκοπευτικού φιλμ χτισμένου επάνω σε θριλερικές βάσεις. Το δεύτερο στοιχείο έχει σχεδόν εκτοπιστεί από την ταινία του Μάντεν! Με τι έχει αντικατασταθεί; Μ’ ένα αισθηματικό δράμα ερωτικού (in the making…) τριγώνου!
Ατυχώς, γνώριζα από πριν την βρετανική παραγωγή που είχε σκηνοθετήσει ο Ρόναλντ Νιμ το ’56 και την εκτιμώ. Ως αποτέλεσμα, παρακολούθησα την τωρινή εκδοχή του Μάντεν έχοντας στο νου και κάνοντας συγκρίσεις με το παρελθόν, οι οποίες απέβησαν… μοιραίες για το παρόν. Από μία άποψη, αυτό που έχει σκηνοθετήσει ο Μάντεν δεν είναι προβληματικό. Αποτελεί μία basic περίπτωση ταινίας εποχής, με τα εξαιρετικά standards του αγγλικού σινεμά για το είδος αυτό κι ένα σωστά επιλεγμένο καστ. Που είναι ο… πόλεμος, όμως; Που είναι το σασπένς της προετοιμασίας της επιχείρησης; Που είναι η κορύφωση στην εκτέλεση του εγχειρήματος;
Η αληθινή υπόθεση έχει για πρωταγωνιστή ένα… πτώμα Βρετανού φαντάρου που ξεβράζεται σε ακτή του ισπανικού Νότου και φέρει επάνω του πλαστά έγγραφα, τα οποία έπρεπε να πέσουν στα χέρια των Γερμανών και να τους ξεγελάσουν, αποκαλύπτοντας μια φανταστική απόβαση των συμμάχων στην Ελλάδα και, ταυτόχρονα, καλύπτοντας τον αληθινό σκοπό: ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα και την ήττα των Ναζί επί σικελικών εδαφών. Η ιστορία αυτή προσφέρει πολλές δυνατότητες για ένα συναρπαστικό σενάριο, όμως, η παραγωγοί της «Επιχείρησης Κιμάς» δείχνουν πως προτιμούσαν ένα δράμα το οποίο λιγότερο θα βασιζόταν πάνω στην κατασκοπευτική ίντριγκα και περισσότερο θα προσέγγιζε τους χαρακτήρες και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις σε μια μορφή… ερωτικής «κόντρας» στο Λονδίνο!
Οι δύο άρρενες πρωταγωνιστές του φιλμ (Κόλιν Φερθ και Μάθιου Μακφάντιεν) σχεδόν διεκδικούν την καρδιά της νεαρής γυναίκας που (μέσω της ύπαρξης μιας φωτογραφίας της) παριστάνει την αγαπημένη του νεκρού, έτσι ώστε ο τελευταίος να φαίνεται ότι υπήρξε (με την πλαστή του ταυτότητα) και είχε ζωή. Ξαφνικά, η ιστορία του πτώματος μοιάζει να περνά σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας ακόμη και το τμήμα της εύρεσης του μακαρίτη στην Ισπανία να μοιάζει μ’ ένα σύντομο montage το οποίο… δεν μας αφορά! Εν αντιθέσει, στο δεύτερο μέρος του φιλμ του Νιμ, εκεί ακριβώς τονώνεται το ενδιαφέρον του θεατή και προστίθεται έως και η ανατρεπτική εμφάνιση ενός Γερμανού κατασκόπου, ο οποίος καταφθάνει στο Λονδίνο με βρετανική ταυτότητα και διερευνά τα πάντα γύρω από την αυθεντικότητα των στοιχείων που έχουν στην κατοχή τους οι Ναζί. Ολόκληρη αυτή η υποπλοκή απουσιάζει από την ταινία του Μάντεν! Δεν γνωρίζω εάν σχετίζεται με την πραγματικότητα ή το εάν η απόλυτη αλήθεια βρίσκεται στα δρώμενα της «Επιχείρησης Κιμάς», όμως, σε σχέση με το είδος που (υποτίθεται πως) υπηρετεί τούτο το φιλμ, η εμφανής ροπή προς το… ρομάντζο κάνει τα πράγματα πολύ πιο υποτονικά.
Στην τελική, ακόμη και η παρακολούθηση ενός έργου παρόμοιας περιόδου και χώρου δράσης, όπως είναι «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» (2017), λειτουργεί σαν καλύτερος… «ψυχοβγάλτης» (με την καλή έννοια) από την ταινία του Μάντεν (!), ο οποίος δεν έχει διαπράξει και κανένα κακούργημα, φυσικά. Απλά, εκτελεί τα τυπικά και προβλέψιμα, εκτός του κλίματος του φιλμικού είδους στο οποίο θα έπρεπε ν’ ανήκει η «Επιχείρηση Κιμάς». Και με διάρκεια στα 128 λεπτά, αυτό είναι ένα κάποιο πρόβλημα…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Φροντισμένη βρετανική παραγωγή με background Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου για ένα πιο adult κοινό που σκαμπάζει και από Ιστορία. Είναι εξωφρενικό το ότι μιλάμε για επιχείρηση που συνέβη στ’ αλήθεια, το θέμα είναι ιδιαιτέρως κινηματογραφικό, όμως, η διάθεση να ικανοποιηθεί έως και το… γυναικείο κοινό, κάπου κάνει το φιλμ να χωλαίνει. Εάν δεν έχετε δει την εκδοχή του 1956, θα σας φανεί καλύτερο απ’ όσα γράφω άνωθεν. Εάν την έχετε δει και θυμάστε τι συμβαίνει εκεί, το πιθανότερο είναι ν’ απογοητευτείτε.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr