ΣΥΝΟΨΗ
Η 18χρονη Lise(Melissa Guers) , παρακολουθεί μαθήματα με αλληλογραφία και ζει με τους γονείς της και τον ζωηρό μικρότερο άδελφό της. Φοράει ένα βραχιόλι επιτήρησης ενώ περιμένει μια δίκη ∙ κατηγορείται για τον φόνο της φίλης της Flora Dufour, που έγινε πριν από δυο χρόνια.
Ο πατέρας της ,Bruno(Roschdy Zem) , ανησυχεί αλλά τη στηρίζει και περιμένει στωικά. Η μητέρα της, Céline (Chiara Mastroianni) φαίνεται φανερά αποστασιοποιημένη ψάχνοντας δικαιολογίες για να μην παραστεί στο δικαστήριο. Η τύχη της Lise παίζεται ανάμεσα σε κατηγορίες και υπερασπίσεις, ομολογίες και μαρτυρίες που αποκαλύπτουν ενοχλητικά μυστικά από την προσωπική της ζωή. Ποια είναι όμως πραγματικά η Lise ; Είναι αθώα ή ένοχη; Και γιατί έχει τόση ψυχραιμία ,στα όρια της απάθειας και της αδιαφορίας ; Τι κρύβεται μέσα στη ψυχή αυτού του κοριτσιού που δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την ετυμηγορία της δίκης;
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Stéphane Demoustier- μετά τα «Terre battue» (2014) και «Allons Enfants» (2018)- είναι μια προσαρμογή του φιλμ «Acusada»(2018) του Αργεντινού Gonzalo Tobal . Παράλληλα αποτίει φόρο τιμής στο κλασικό δράμα «La Vérité»(1960) του Henri-Georges Clouzot, με πρωταγωνίστρια τη Brigitte Bardot.
Ο παραπλανητικός τίτλος «Το κορίτσι με το βραχιόλι» μας προειδοποιεί για την μεθοδολογία του διφορούμενου που εφαρμόζει ο σκηνοθέτης : το βραχιόλι δεν φοριέται στον καρπό αλλά στον αστράγαλο∙ δεν είναι στοιχείο καλλωπισμού αλλά πιθανής ενοχής για φόνο.
Όταν ξεκινά η δίκη, η συνήγορος υπεράσπισης ( μια απολαυστική Annie Mercier ) και η εισαγγελέας ( Anaïs Demoustier ) ξεδιπλώνουν τα επιχειρήματα τους∙ η ιστορία της Lise γίνεται μια ματιά στον ανήσυχο κόσμο της εφηβείας και στον καθορισμό των ηθικών κρίσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Μέρα με τη μέρα, μαρτυρίες και στοιχεία συσσωρεύονται και όλα φαίνεται να ενοχοποιούν τη Lise – αφού είναι η μοναδική ύποπτη με ισχυρό κίνητρο- παρά το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται περίτρανα η ενοχή της.
Η Lise είναι μια σιωπηλή φιγούρα, της οποίας το σταθερό βλέμμα και το παγερό πρόσωπο δεν αφήνουν ποτέ να διαφανούν εκφράσεις φόβου ή τύψεων. Στην πραγματικότητα, η Lise δεν ανταποκρίνεται στις στερεοτυπικές προσδοκίες της κοινωνίας , δεν συμμορφώνεται με τη στάση που αναμενόταν να κρατήσει ως κατηγορούμενη :δεν κλαίει, δεν συγκινείται, δεν αμύνεται ∙ ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει τι νιώθει ή τι σκέφτεται για τα γεγονότα. Η προσπάθεια της για αυτοπροστασία ερμηνεύεται ως ψυχρότητα και αδιαφορία απέναντι σε αυτό που συνέβη. Δεν ανταποκρίνεται ούτε στις προσδοκίες του θεατή, που θα ήθελε αυτό το γλυκό κορίτσι να μην έχει διαπράξει αυτό το φρικτό έγκλημα, αλλά και να υπερασπίζεται με σθένος τον εαυτό της. Αντίθετα εμφανίζεται τερατώδης όταν, αντιμέτωπη με τις εικόνες του πτώματος του θύματος, δεν είναι σε θέση να απαντήσει στην απλή ερώτηση: «Πώς νιώθεις μπροστά σε αυτές τις εικόνες;».
Με το να ματαιώνει όλες τις προσδοκίες μας , για να βρούμε ένα σταθερό σημείο αναφοράς και να κατασταλάξουμε σε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ο Demoustier μας οδηγεί σε έναν ευρύτερο πλαίσιο προβληματισμού, για το χάσμα των γενεών ,τη συντριβή της πεποίθησης των γονιών ότι γνωρίζουν τα παιδιά τους αλλά και την αποδοχή τους ,χωρίς κρίσεις . Παράλληλα εγείρει διεισδυτικά ερωτήματα για την αντιμετώπιση των φύλων: η Lise μας σοκάρει επειδή επέτρεψε να βιντεοσκοπηθεί μια σεξουαλική πράξη, αλλά γιατί η αδιαντροπιά του αγοριού που συμμετείχε δεν εκπλήσσει κανέναν; Ένα επικριτικό φίλτρο συντηρητισμού θολώνει τα όρια μεταξύ αποδείξεων ενοχής και ηθικών κρίσεων, με τη σεξουαλική συμπεριφορά της Lise να γίνεται προοδευτικά το επίκεντρο της ρητορικής της εισαγγελέως.
Ο Demoustier παρακολουθεί στενά τους χαρακτήρες και προσπαθεί να κατανοήσει τον αδιαφανή νοητικό μηχανισμό του κατηγορούμενου κοριτσιού . Αν και το θέμα είναι η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής, η φόρμα της ταινίας εντυπωσιάζει με τη γεωμετρική αφαιρετικότητα και την απόρριψη κάθε αισθητισμού. Στο κέντρο της ”σκηνής” και πίσω από ένα τζάμι , η Lisa μας κοιτάζει με ευθύτητα αλλά δεν αφήνει τον εαυτό της να ανακαλυφθεί , δεν αφήνει το άγνωστο να αναχθεί σε γνωστό. Και ξαφνικά, σε μια έξοχα ενορχηστρωμένη σκηνή μας αποκαλύπτει ότι έχει μια κρυμμένη ψυχή, ότι τα συναισθήματά της είναι εσωτερικευμένα, ότι η σεξουαλική ελευθεριότητα της έχει να κάνει με ένα νέο σύστημα αξιών και συμπεριφορών. Η Melissa Guers στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση δίνει μια εντυπωσιακή ερμηνεία. Οι εκκωφαντικές σιωπές της, το βαθύ βλέμμα της, ο αέρας ανεξαρτησίας που αποπνέει , δίνουν στο φιλμ μια μυστηριώδη υφή που ενισχύει τον χαρακτήρα του θρίλερ.
Το «κορίτσι με το βραχιόλι» είναι μια στοχαστική και βαθιά ανθρώπινη ταινία με υπόγεια ένταση, με εικόνες και λόγια που συνθέτουν την εφιαλτική μετάβαση από τις λαμπρές εικόνες ανεμελιάς της έναρξης στη σταδιακή οικογενειακή αποσύνθεση. Σε μια εποχή που κατασκευάζει με απίστευτη ευκολία αληθινά ή ψεύτικα ‘’τέρατα’’, η ταινία υπογραμμίζει τις αρετές της σύνεσης και της ευθυκρισίας. Το εμπνευσμένο φινάλε , με τους πολλαπλούς συμβολισμούς του, είναι βέβαιο ότι θα πυροδοτήσει συζητήσεις , καθώς αφήνει μια ορθάνοιχτη πόρτα σε ερμηνείες.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr