Μενού

FULL TIME - Νίκος Παλάτος

Χωρισμένη μητέρα σε χωριό έξω από το Παρίσι, ταξιδεύει καθημερινά aller-retour στην πρωτεύουσα ένεκα εργασίας. Métro, boulot, dodo; Ναι, αλλά οι συνεχόμενες απεργιακές κινητοποιήσεις στα ΜΜΜ, κάνουν το τρίπτυχο να μοιάζει με Γολγοθά!

Αν το σινεμά είναι φυγή σε κάτι φανταστικό και άπιαστο, τούτο το «Full Time» αποτελεί την επιτομή της πραγματικότητας. Όχι εκείνης της vérité καταγραφής ενός αληθινού γεγονότος, στο ύφος (λόγου χάρη) του «22 Ιουλίου» (2018), αλλά ούτε και του ρεαλιστικού κλίματος οδύνης και πόνου των αδελφών Νταρντέν, που φέρνει τον θεατή σε θέση να κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι, νιώθοντας τυχερός που όλα αυτά τα οποία βλέπει επί της οθόνης δε συμβαίνουν στον ίδιο. Εδώ είναι κάτι «χειρότερο», αφού πρόκειται για την καθημερινή πραγματικότητα που η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων ανά τον κόσμο έχει νιώσει κάποια στιγμή στο πετσί της. Πως πας στη δουλειά σου όταν όλα τα Μέσα απεργούν; Θα φτάσεις έγκαιρα; Πως και τι ώρα θα γυρίσεις πίσω; Ποιος θα κρατήσει τα παιδιά; Απλές απορίες βγαλμένες μέσα απ’ τη ζωή, σε τέτοιο μεγάλο βαθμό μάλιστα, που από κάποιο σημείο κι έπειτα έπιασα τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται για ποιο λόγο πρέπει να παρακολουθήσω τις απαντήσεις μέσα από μια κινηματογραφική ταινία, όταν αυτές (ή κάποιες από αυτές) με έχουν απασχολήσει στ’ αλήθεια! Που είναι το «παραμύθι» του σινεμά, εν προκειμένω; Χάνεται κάπου στα 130 χλμ. της απόστασης που χωρίζει το μικρό Κολεμιέ με το Παρίσι.

1471 1

Η Ζουλί είναι μια χωρισμένη μητέρα με δυο μικρά παιδιά, που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα μόνη της, μιας και ο πρώην της φαίνεται πως επί της ουσίας βρίσκεται… εκτός κάδρου. Τον καιρό που έπρεπε ν’ αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών, είχε παρατήσει τη δουλειά στον τομέα στατιστικής και marketing στον οποίο ειδικεύεται, με αποτέλεσμα να εργάζεται πλέον ως αρχικαμαριέρα σε πεντάστερο ξενοδοχείο του Παρισιού. Η διαμονή της στο χωριό αποτελεί αδιαπραγμάτευτη συνθήκη γι’ αυτήν, μιας και θεωρεί πως για τα πιτσιρίκια είναι απείρως καλύτερο να μεγαλώνουν στην εξοχή. Ο συνδυασμός των απεργιακών κινητοποιήσεων που νεκρώνουν όλη τη Γαλλία και του άγχους της να τα καταφέρει σε συνέντευξη για εργασία ανάλογη των προσόντων της, κάνουν στη δεδομένη στιγμή τον καθημερινό της βίο να μοιάζει… αβίωτος.

Ο Ερίκ Γκραβέλ διαχειρίζεται το σενάριό του με… σχεδόν θριλερικούς όρους! Θέτει την πρωταγωνίστριά του υπό μία κατάσταση συνεχούς πίεσης κι αβεβαιότητας, για το αν θα καταφέρει να κάνει έγκαιρα όλα όσα οφείλει να φέρει εις πέρας, είτε αυτά είναι φανερά (το καθάρισμα των δωματίων), είτε είναι κρυφά (οι προσδοκώμενες επαγγελματικές της αναζητήσεις πρέπει να μείνουν μυστικές από τη νυν εργοδοσία). Με ιδιωτική ζωή ανύπαρκτη, με οικονομικά προβλήματα που φέρνουν οχλήσεις και τελεσίγραφα από την τράπεζα, με τη διατροφή του πρώην να αγνοείται και την κυριούλα που κρατά τα παιδιά πίσω στο χωριό να έχει κουραστεί από την όλη φάση και να θέλει να σταματήσει να της κάνει χάρες, τα πάντα μοιάζουν να είναι εναντίον της Ζουλί. Οι απεργίες είναι το κερασάκι στην τούρτα του διαρκούς αγώνα της, όμως, εκείνη δείχνει να είναι ευρηματική και αλύγιστη. Ως πότε;

1471 4

Αν σηκώσεις τα χέρια ψηλά, έχεις χάσει το παιχνίδι, λέει περίπου ο Γκραβέλ. Συνοδεία ενός electro μουσικού score που ενίοτε δίνει έναν φρενήρη αγχωτικό ρυθμό, αλλά και με τη βοήθεια του έξοχου μοντάζ που από μόνο του δημιουργεί το κλίμα του φιλμ, ορίζοντας εν πολλοίς την πλοκή, ο Καναδός σκηνοθέτης πετυχαίνει το μικρό θαύμα να παρασύρει τον θεατή, διηγούμενος ένα στόρι που όχι μόνο πρωτοτυπία δε διαθέτει, αλλά μπορεί να γίνει αναγνωρίσιμο από το σύνολο του κοινού σε… ενοχλητικό βαθμό. Η «τρέλα» της καθημερινότητας, όπου κάθε δευτερόλεπτο μετρά σαν ό,τι πολυτιμότερο, απεικονίζεται στην εντέλεια, αν και σε μια-δυο περιπτώσεις ο Γκραβέλ δεν αποφεύγει τις υπερβολές (η σκηνή της αναζήτησης κρεβατιού για ύπνο από την Ζουλί, με… τα παρελκόμενά της). Στην κορυφή όλων αυτών (ή έστω στα ίδια επίπεδα με score και μοντάζ), στέκει η εμφάνιση της Λορ Καλαμί, η οποία σε ερμηνευτικό επίπεδο σηκώνει στις πλάτες της ολόκληρο το έργο, πείθοντας πως έχει έτοιμη λύση για κάθε αναποδιά που της συμβαίνει και σθένος ώστε ν’ αντιμετωπίζει το οτιδήποτε. Οι περιπλανήσεις της στο μητροπολιτικό Παρίσι θυμίζουν τις αντίστοιχες νεοϋορκέζικες του «Good Time» (2017), με τις οποίες (κατά διαβολική σύμπτωση) φέρουν παραπλήσιο τίτλο. Η ωμή δύναμη και το γκανγκστερικό υπόβαθρο του φιλμ των αδελφών Σάφντι έπλαθε έναν κόσμο αρκούντως κινηματογραφικό. Υπήρχε «παραμύθι» στο Νιου Γιορκ. Στο Παρίσι, αντιθέτως, «métro, boulot, dodo» και φτου κι απ’ την αρχή.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Γοργός ρυθμός, σφριγηλή σκηνοθεσία, μοντάζ υψηλού επιπέδου και άψογη γυναικεία πρωταγωνιστική ερμηνεία. Από την άλλη, στόρι του τύπου «τα έχω περάσει κι εγώ, τι να μας πει τώρα η Ζουλί» και πλήρης απουσία σεναριακής έκπληξης ή ανατροπής. Κοίτα που διαμαρτύρομαι επειδή το σινεμά δεν είναι… ψεύτικο!

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module