Όταν γράφεις για μια ταινία απαιτείται οπωσδήποτε να εγκαταλείπεις κάθε κούραση, κάθε σκιά που θολώνει τα μάτια σου, κάθε προκατάληψη και να αποδράς μαζί της για έναν περίπατο στην άγρια πλευρά της ζωής. Ακολουθώντας το τεράστιο τραγούδι του Λου Ριντ «Take a Walk on the Wild Side», υποχρέωσή σου είναι να υφαρπάζεις τον αναγνώστη σου και να τον μεταφέρεις προς την κόλαση. Αλλιώς εγκαλείσαι για συνεργία στη χειραγώγηση, στην κανονικότητα και στον συμβιβασμό. Για να θυμηθώ και τον τίτλο της αγαπημένης μου τηλεταινίας του Άντονι Μαν «A Man is ten feet Tall», ποιος υποχρεώνει κάποιους για να εισπράξουν 350 ευρώ το μήνα να γίνονται υπάλληλοι της μυωπίας τους, αλλά και της πολιτικής ορθότητας που τους επιβάλλουν. Η ταινία «Η Μνήμη του Δολοφόνου» που περνάει ντούκου αυτή την εποχή και προβάλλεται στους κινηματογράφους, είναι μια κορυφαία πανδημική και δυστοπική δημιουργία, ένας ακόμα σχολιασμός της πλήρους υποταγής μας στα κελεύσματα των ενοχών, των εκβιασμών και της διχασμένης ζωής.
Τελικά εμείς την έχουμε επιβάλλει στον εαυτό μας υποτασσόμενοι στα κοινωνικά στερεότυπα. Το φιλμ του έμπειρου Μάρτιν Κάμπελ είναι «βρώμικο» και όχι αποστειρωμένο, μολυσμένο και όχι ευπρεπές και μας πλημμυρίζει από όλη τη βρώμικη αισθητική του με σκοτεινή φωτογραφία και ήρωες γεμάτους παραίσθηση. Σινεφίλ αναφορές στο «Memento», μέσω και του Γκάι Πιρς, πρωταγωνιστή και στις δύο ταινίες καθορίζουν και το μέτρο με το οποίο θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε την ταινία, που είναι ξαδερφάκι της δημιουργίας του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο «Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών». Θα την παρακολουθήσουμε από την ασφάλεια της απόστασης ή θα πηδήσουμε στο φλεγόμενο πεδίο της χωρίς αλεξίπτωτο; Δεν δικαιούνται πλέον οι θεατές να βλέπουν ταινίες με «Διπλή Εξασφάλιση» («Double Identity»), διότι έτσι και θα αποδεικνύουν την ασυνειδησία τους, αλλά και αποκρύπτουν τα ανομολόγητα που τους συμβαίνουν στην προσωπική τους ζωή.
«Η Μνήμη του Δολοφόνου»: Η μνήμη είναι χρόνος, ο χρόνος διαθέτει αθανασία, η αθανασία προϋποθέτει απώλεια, η απώλεια εμπεριέχεται στην αρχή της αφθαρσίας της ύλης: Δηλαδή, κάθε τι που χάνουμε μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, είμαστε σε κατάσταση ανάγκης να ανακαλύψουμε αυτό το άλλο. Το μόνο που γνωρίζουμε για αυτό το άλλο είναι ότι γνωρίζουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε. Ο εμπειρότατος Κάμπελ ισορροπεί εξαιρετικά πάνω στην αμφιβολία της ανακάλυψής του και στη συμμετοχή μας, αφού αποδεχτούμε το βαρύ δυστοπικό μας «τραύμα». Υπάρχουμε πλέον μόνο ως παρελθόν παριστάμενοι ως εκδικητικά φαντασιωτικά όντα, ως διακανονιστές των στοιχείων της απώλειάς μας.
Ο καταφρονημένος από τους «κριτικούς» Μάρτιν Κάμπελ αξιοποιεί όλα τα διδάγματα από το σινεμά των Ιοσελιάνι, Κισλόφσκι, Νόλαν, Ρενέ, για να αποδείξει ότι το σύμπαν είναι απόλυτα διεφθαρμένο και κάποιοι καλούνται να το διαρρήξουν μέσα από ψήγματα μνήμης, αλλά και αγωνίας για την απώλειά τους. Η «Μνήμη του Δολοφόνου» είναι μια τεράστια ταινία, προβάλλεται σε λάθος εποχή, σε λάθος χρόνο, καταδικασμένη να μείνει έκτοπη, ανυπεράσπιστη, ορφανή. Εκ των πραγμάτων θα την παρακολουθήσουν μόνο τα μάτια τυχαίων θεατών και όσοι από αυτούς παραλάβουν κάτι από την εσωτερική λάμψη της σίγουρα θα είναι διαφορετικοί αύριο.
Αλέξης Δερμετζόγλου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress