Από το νεορεαλισμό των κλασικών ταινιών του («Λούστρος παπουτσιών», «Ο κλέφτης των ποδηλάτων», «Θαύμα στο Μιλάνο», «Ουμπέρτο Ντε») ο Βιτόριο Ντε Σίκα μεταπηδά σε ένα είδος εξπρεσιονιστικού, αλά-Βισκόντι κινηματογράφο, με την ταινία του «Ο κήπος των Φίντσι Κοντίνι» (1970), που του χάρισε το ξενόγλωσσο Όσκαρ και τη Χρυσή Άρκτο του φεστιβάλ Βερολίνου.
Στο επίκεντρο της ιστορίας ο Τζόρτζιο, ένα μεσαίας τάξης Εβραίος ερωτευμενος με την Μικόλ, μια νέα Εβραία γυναίκα, της πλούσιας οικογένειας των Φίντσι Κοντίνι, η οποία όμως δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τον «κατώτερο» της, Τζόρτζιο. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Φεράρα το 1938, περίοδο δηλαδή του μουσολινικού καθεστώτος, που, όπως και το χιτλερικό, είχε αρχίσει να διώκει τους Εβραίους, μόνο που, αντίθετα με τους υπόλοιπους τρομοκρατημένους Εβραίους της πόλης, η οικογένεια των Φίντσι (τόσο πλούσιοι και αποκομμένοι από τους υπόλοιπους που, «σχεδόν δεν μοιάζουν με Εβραίους», όπως λέει χαρακτηριστικά ένα από τα πρόσωπα της ταινίας) αισθάνεται ασφαλής, οχυρωμένη στον τεράστιο κήπο τους – κήπο που αποκτά και συμβολική έννοια.
Με σενάριο βασισμένο στο ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο του Τζόρτζιο Μπασάνι, ο Ντε Σίκα έφτιαξε μια ταινία, απομακρυσμένη σίγουρα από την παλιά νεορεαλιστική γραμμή του, που προσπαθεί να είναι περισσότερο κοντά στις καινοτομίες των πρωτοπόρων των δεκαετιών του ‘60 και ‘70, ιδιαίτερα τις ταινίες τόσο του Αλέν Ρενέ (στον τρόπο ιδιαίτερα της αποσπασματικής αφήγησης), όσο και του Μπερτολούτσι (ιδιαίτερα στην εικαστική πλευρά, με τις συνθέσεις των πλάνων και τους ωραίους χρωματισμούς).
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr