Θα 'ναι, σαν να μπαίνει η άνοιξη..."
Εφηβικά σκιρτήματα
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της γεννημένης στο Παρίσι στις 13 Απριλίου του 2000 (σε λίγες μέρες δηλαδή θα έχει τα 22α γενέθλιά της) Suzanne Lindon. H νεαρή Suzanne έγραψε το σενάριο της ταινίας στα 15 της χρόνια (!!!) και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε να τη σκηνοθετεί ενώ παράλληλα είναι η πρωταγωνίστρια του πρώτου της φιλμ, ενώ τραγουδάει και χορεύει κιόλας σε αυτό! Σημαντική λεπτομέρεια: είναι κόρη δύο πολύ σημαντικών Γάλλων ηθοποιών: του Vincent Lindon και της Sandrine Kiberlain, που την απέκτησαν κατά τη διάρκεια του δεκαετούς γάμου τους – χώρισαν όταν η Suzanne ήταν οχτώ ετών.
Η ταινία αυτή ήταν ανάμεσα σε εκείνες που θα έπαιρναν μέρος στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ των Καννών του 2020, του φεστιβάλ δηλαδή που ακυρώθηκε λόγω της πανδημίας του κορωναϊού. Έλαβε μέρος στα φεστιβάλ του Τορόντο (στο τμήμα Discovery) και του Σαν Σεμπαστιάν (στο τμήμα New Directors). Την πανελλήνια πρεμιέρα στη χώρα μας η ταινία την έκανε στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας» τον Σεπτέμβριο του 2020.
Η υπόθεση: Η Σουζάν είναι ένα 16χρονο κορίτσι. Ζει με τους γονείς της και τη μεγαλύτερη αδελφή της στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού. Και... βαριέται. Αφόρητα. Κυρίως, τους συνομήλικους συμμαθητές της και τα ενδιαφέροντά τους, που δεν της φαίνονται καθόλου... ενδιαφέροντα. Καθημερινά, πηγαίνοντας στο σχολείο της, περνάει μπροστά από ένα μπιστρό, σε μια πλατεία στην οποία βρίσκεται κι ένα θέατρο.
Μια μέρα, την προσοχή της τραβάει ένας όμορφος, σαφώς μεγαλύτερός της, άνδρας. Είναι ο Ραφαέλ, 35χρονος ηθοποιός που παίζει σε παράσταση του συγκεκριμένου θεάτρου και πίνει συχνά τον καφέ του στο μπιστρό. Η Σουζάν περνάει από τις κρυφές ματιές σε ολοένα και πιο φανερές προσπάθειες να γνωρίσει τον Ραφαέλ, ο οποίος τις αντιλαμβάνεται τελικά. Και οι δυο τους τελικά συνάπτουν μια σχέση που κινείται μεταξύ παράξενης φιλίας και πλατωνικού έρωτα. Υπάρχει μέλλον σε μια τέτοιου είδους σχέση;
Η άποψή μας: Νεορομαντισμού το ανάγνωσμα. Και πολυεπίπεδο επίτευγμα το τελικό αποτέλεσμα. Η ταλαντούχα Suzanne Lindon, με τη βραχνή φωνή και τα ευλογημένα γονίδια, δεν κάνει κάτι ριζοσπαστικό, επαναστατικό ή πρωτοφανές. Έναν πρώτο έρωτα σκιαγραφεί με πολύ όμορφο τρόπο, κατορθώνοντας παράλληλα να αποφύγει τις προφανείς παγίδες στις οποίες θα έπεφτε με ενδεχόμενους λάθους χειρισμούς και επικίνδυνες σκηνοθετικές και σεναριακές επιλογές. Θέλω να πω, μια παραμυθία αλά «Λολίτα» θα μπορούσε σφόδρα να παρεξηγηθεί και να δημιουργήσει αντιδράσεις την σήμερον ημέρα.
Θα μου πεις, σκοπός της τέχνης είναι να προκαλεί και αντιδράσεις. Ok, fair enough, αλλά ενδεχόμενη σαρκική επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους από τους οποίους ο ένας είναι ανήλικος θα οδηγούσε σε μια σειρά από (ηθικά και ηθικολογικά) δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια. Και εν πάση περιπτώσει δεν ήθελε να μας δείξει κάτι τέτοιο η κοπέλα. Για να καταλάβετε, το μόνο που μοιράζονται οι δύο ερωτευμένοι είναι σκέψεις, χαμόγελα, ματιές, αγγίγματα, αγκαλιές, φιλιά αλλά όχι στο στόμα και μουσικές.
Εδώ να σημειώσουμε πως οι δύο σκηνές με την «ξαφνική», αρμονική χορογραφία των δυο τους, της Σουζάν και του Ραφαέλ, υπό τους ήχους υπέροχης μουσικής, είναι από τις πιο όμορφες της ταινίας, όντας και οι πλέον... σουρεάλ. Πάντα όμως στο πνεύμα του ρομαντισμού που διαπερνά όλη τη ραχοκοκαλιά του φιλμ. Α, μοιράζονται και βυσσινάδα με λεμονάδα: αξίζει μιας δοκιμής αυτό, σωστά;
Η ταινία τοποθετείται χρονικά στο τώρα και κάτι που κάνει εντύπωση είναι η παντελής απουσία της τεχνολογίας και των social media από την εικόνα. Η Σουζάν θα μπορούσε να υπερνικήσει τη βαρεμάρα της παίζοντας κάποιο σούπερ γουάου παιχνίδι σε κάποια hitech κονσόλα ή να περνάει όλη της τη μέρα χαριεντιζόμενη στο fb ή βγάζοντας duck face πόζες στο instagram. Θα μπορούσε. Δεν το κάνει όμως. Αντ' αυτού, κρατάει στο χέρι της και διαβάζει όποτε μπορεί ένα κατακόκκινο βιβλίο του Μπορίς Βιάν! «Πως μου τη δίνουν οι δικοί μου Θε μου/ κι οι βαρετοί συμμαθητέ μου», που έλεγε και ο Σαββόπουλος; Ε, αυτό.
Επίσης, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια σκηνοθετική επιλογή. Ελπίζω δηλαδή να είναι συνειδητή επιλογή κι όχι τυχαίο εύρημα, το οποίο διαπίστωσα μοναχός μου, όπερ σημαίνει, γεράσαμε Θόδωρε. Αλλά όχι, δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Τα κάδρα είναι πολύ σταθερά και η κάμερα σπάνια κινείται. Εντέλει, όμως, φαίνεται πως η κάμερα είναι στο χέρι. Και κάθε λίγο ένα ανεπαίσθητο τίναγμα «κουνάει» το κάδρο, σαν ένα τικ, που πρέπει να προσέξεις πολύ για να το αντιληφθείς. Γιατί; Χμ, επειδή η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση είναι ένα γεγονός βίαιο, αλλά η Σουζάν έχει την ωριμότητα να το χειριστεί με τον δικό της τρόπο ώστε αυτή η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλά;
Με παρουσιαστικό που παραπέμπει στη Charlotte Gainsbourg (τέκνο επίσης διάσημων και ταλαντούχων γονέων, του Serge Gainsbourg και της Jane Birkin) και πείθοντας γενικώς ως 16χρονη στην ταινία, η Suzanne Lindon κερδίζει το στοίχημα. Κι αυτό γιατί πέρα όλων των άλλων, δεν πέφτει στην παγίδα της ακατάσχετης πολυλογίας (χαρακτηριστικό πάμπολλων γαλλικών ταινιών) και κρατάει το όλον σε ένα στακάτο και συμπαγές τελικό αποτέλεσμα διαρκείας μόλις 73 λεπτών, εντελώς αναζωογονητικό όταν έχουμε πήξει σε ταινίες τελευταία που ξεπερνούν κατά πολύ τις δύο ώρες.
Να πούμε και δύο λόγια για τον Arnaud Valois, που έχει και το κατάλληλο παρουσιαστικό και την κατάλληλη υποκριτική δυναμική για να υπηρετήσει το ρόλο του. Ναι, δεν μπορεί να... κάνει το δέντρο, όπως του ζητάει ο σκηνοθέτης του θεατρικού στο οποίο συμμετέχει ούτε καταφέρνει να πείσει την Σουζάν να ανέβει στο μηχανάκι του (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας) αλλά αντιμετωπίζει τη δική του βαρεμάρα με έναν τρόπο απολύτως ειλικρινή και παιχνιδιάρικο. Θα είναι για πάντα ο πρώτος έρωτας της Σουζάν. Και τίποτε δεν θα μπορέσει να τον βγάλει από τη μνήμη της. Και από την καρδιά της.
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr