Απερχόμενη Δήμαρχος σε υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού, έχει υποσχεθεί ν’ αφήσει ως παρακαταθήκη έργου την πλήρη ανακαίνιση γιγαντιαίου συγκροτήματος εργατικών κατοικιών. Οι υποσχέσεις, όμως, είναι ένα πράγμα και οι πολιτικοί… κάτι άλλο.
Πέντε χρόνια έπειτα από έναν συμπαθή φόρο τιμής στο πολιτικό θρίλερ της δεκαετίας του ’70, με τη «Συνωμοσία της Σκιάς» (2017), ο Τομά Κρουιτόφ επιχειρεί τη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα. Μένει πιστός στο δρόμο του ευρύτερου πολιτικού πλαισίου δράσης, που με το ντεμπούτο του είχε χαράξει, τούτη τη φορά εξετάζοντάς το όχι από τη συνωμοσιολογική του σκοπιά, αλλά από την καθημερινή αλληλεπίδραση αιρετών και ψηφοφόρων. Ρίχνοντας το σεναριακό βάρος στους παρασκηνιακούς διαδρόμους μέσω των οποίων οι πρώτοι καταλήγουν να ζητούν την ψήφο των δεύτερων, παρουσιάζει ένα σύγχρονο δράμα που αφορά το ευρύτερο ενήλικο κοινό, καθώς τα όσα περιγράφει απεικονίζουν καταστάσεις τις οποίες (λιγότερο ή περισσότερο) ο καθένας εξ ημών είτε γνωρίζει, είτε είναι σίγουρος πως κάπως έτσι συμβαίνουν.
Η Κλεμάνς σκοπεύει να εγκαταλείψει την πολιτική έπειτα από δύο δημαρχιακές θητείες. Ετοιμάζεται για μια καθώς πρέπει «σιωπηλή» έξοδο, έχοντας επιλέξει για διάδοχό της μια νεαρή βοηθό, την οποία έχει από κοντά ώστε να είναι έτοιμη να διεκδικήσει με επιτυχία το πόστο. Για δεξί χέρι σε όλες τις αποφάσεις της έχει τον επιτελάρχη της, Γιαζίντ. Αυτός είναι γέννημα θρέμμα του υποβαθμισμένου παρισινού προαστίου, το οποίο η Κλεμάνς διοικεί επί δώδεκα συναπτά έτη, διαθέτοντας το πλεονέκτημα να γνωρίζει άριστα τα τοπικά πρόσωπα και πράγματα. Όταν μέσω του κρατικού προγράμματος ανάπλασης των εργατικών πολυκατοικιών, ανοίγεται για την Κλεμάνς ο δρόμος προς το υπουργικό γραφείο, η διάθεση πρόωρης «συνταξιοδότησής» της αρχίζει να μπαίνει στον πάγο. Πόσο εύκολο είναι, όμως, να συνδυαστεί η επίδοξη κυβερνητική καριέρα με τους αγώνες για την τοπική κοινότητα που την εξέλεξε για να την υπηρετήσει;
Δίχως να καταφεύγουν σε αγιοποιήσεις ή σε αχρείαστους συναισθηματισμούς, οι «Υποσχέσεις» μοιάζουν με άκρως ρεαλιστική παρτίδα σκακιού, όπου καμιά φορά απαιτείται από τον παίκτη να θυσιάσει ένα πιόνι ώστε να πετύχει το σκοπό του. Το κεντρικό δίδυμο ηρώων των Κλεμάνς και Γιαζίντ δείχνει να γνωρίζει καλά την εν λόγω τακτική, με το παράδοξο να είναι πως στην κορυφή της συγκεκριμένης ίντριγκας βρίσκεται όχι η αιρετή πρώτη, αλλά ο μη εκλεγμένος δεύτερος. Τούτο δημιουργεί το… υπαρξιακό ρητορικό ερώτημα, του κατά πόσο οι πολιτικοί είναι ικανοί να συσχετιστούν με ειλικρινή τρόπο με την κοινότητα την οποία εκπροσωπούν, πόσω μάλλον όταν κατά πάσα βεβαιότητα τα καθημερινά της προβλήματα δεν τα έχουν βιώσει ποτέ από πρώτο χέρι. Όταν, δε, στη συγκεκριμένη παράμετρο εισέρχεται η υπέρμετρη φιλοδοξία, τότε η εν λόγω απορία πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Ποιο από τα δύο υπερισχύει, άραγε; Η προσωπική πολιτική agenda ή η υποχρέωση του να είσαι συνεπής σε όσα έχεις εξαγγείλει; Είναι ποτέ δυνατόν, όμως, η ηθική συνέπεια και η πολιτική να μπαίνουν στην ίδια πρόταση;
Η εξέλιξη του στόρι προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα άνωθεν ερωτήματα, διανθίζοντας την πλοκή με μια (μικρή) αύρα μυστηρίου σχετικά με τις εκατέρωθεν προθέσεις. Με άκρως ρεαλιστικούς διαλόγους και καταστάσεις που εκθέτουν το πολιτικό αλισβερίσι το οποίο διεξάγεται πίσω από τις κλειστές πόρτες (η διαπραγμάτευση στο εστιατόριο είναι γλαφυρά συναρπαστική), ο Κρουιτόφ χρησιμοποιεί μέχρι και θριλερικά κόλπα (υπάρχει αυστηρή διορία για να υπογραφεί η απόφαση ανακαίνισης ή μη του οικοδομήματος), κάτι που ίσως μπορούσε ν’ αποφύγει, μιας και η συγκεκριμένη προσέγγιση προσθέτει έναν αγώνα ενάντια στο χρόνο, που περισσότερο εκτροχιάζει παρά προσθέτει. Χάρη στην πειστικότατη μεταμόρφωση της Ιζαμπέλ Ιπέρ, από ταπεινή υπηρέτρια του λαού σε ματαιόδοξη εκμεταλλεύτρια, καταφέρνει να τη βγάλει καθαρή από τις σεναριακές στραβοτιμονιές, που κυρίως έχουν να κάνουν με την ανεπαρκή ανάπτυξη χαρακτήρων των δημοτών ψηφοφόρων της μαντάμ Κλεμάνς. Αυτοί, όμως, δεν αποτελούν το στόχο τούτων των «Υποσχέσεων». Το πρωτεύον είναι ο εγωισμός, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην αχαριστία, μεγεθυμένος εδώ υπό το πρίσμα μιας καταπιεσμένης πολιτική βούλησης, η οποία ένεκα των περιστάσεων βρίσκει χώρο ν’ αναδυθεί. Ένα παραβάν είναι η πολιτική, μοιάζει να δηλώνει ο Κρουιτόφ. Όποιος βρίσκεται κρυμμένος από πίσω, κάνει το παιχνίδι του, αφήνοντας τους απ’ έξω να μαντεύουν τι (τους) ξημερώνει. Όπως, δηλαδή, προστάζει η δύναμη της ψήφου ή… η ανάταση ανοιχτής παλάμης.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Μικρού βεληνεκούς μεν, εύστοχο πολιτικό δράμα δε. Δείγμα ευρωπαϊκού σινεμά που μιλά για σύγχρονες καταστάσεις, οι οποίες αφορούν περισσότερους από… μια χούφτα ανθρώπων. Τα κοινά σημεία αναφοράς με τη (διαχρονική) ντόπια πολιτική πραγματικότητα της δημόσιας διοίκησης, μπορεί ν’ ανάψουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις και διάλογο. Επιτέλους, μια αληθινά καλή γαλλική ταινία για την Ιζαμπέλ Ιπέρ, έπειτα από ένα απερίγραπτο πρωταγωνιστικό σερί!
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr