Σίγουρος ότι θα παρακολουθήσω μια επανάληψη χιλιοειπωμένων κλισέ που έχουμε δει σε δεκάδες αμερικανικά slasher movies, τόσο όμοια μεταξύ τους που δεν τα ξεχωρίζεις, πήγα με προκατάληψη στην ταινία «Χ». Και εξεπλάγην από την διαφορά που αυτή η ταινία ένιωσα να κάνει, χωρίς μάλιστα να ξεφεύγει από την «λογική του αίματος», διακριτικό του slasher. Απλώς, ο σκηνοθέτης Τι Γουέστ που λατρεύει το είδος αλλά περασμένων εποχών, και έχει γυρίσει κι άλλες ταινίες όπως το «The House of the Devil» (2009), ενδιαφέρεται να διαχειριστεί πιο πρωτότυπα μια ιστορία ενταγμένη σε ένα πάνω κάτω γνωστό πλαίσιο: παρέα νεαρών πιασμένη στην φάκα του κακού, σε κάποιο απομονωμένο επαρχιακό μέρος. Και τα καταφέρνει θαυμάσια φτιάχνοντας με υπομονή ατμόσφαιρα και χαρακτήρες πριν από τα βίαια ξεσπάσματα που μάλιστα γίνονται κυρίως νύχτα και ενίοτε είναι δυσδιάκριτα.
Η βασική ιδέα είναι ότι το γκρουπ των ανθρώπων που θα βρεθεί στην δύσκολη θέση, είναι ένα εξαμελές συνεργείο ταινιών πορνό που αλωνίζει την Αμερική των τελών της δεκαετίας του 1970 κάνοντας γυρίσματα σε διάφορες περιοχές. Η παρέα καταλήγει στο Τέξας και στο σπίτι του ηλικιωμένου ζεύγους, εκεί όπου η φωτιά του κακού θα ανάψει και ο τρόμος καραδοκεί. Κινηματογραφικά, η ταινία κεντρίζει την περιέργεια διότι δεν είναι γυρισμένη σαν μια σύγχρονη του είδους της (ας πούμε τύπου «Σε βλέπω») αλλά σαν b movie exploitation τρόμου της δεκαετίας στην οποία αναφέρεται. Ακόμα και οι σκηνές γυρισμάτων πορνό του συνεργείου έχουν χάρη διότι είναι φτιαγμένες με τον πρωτόγονο τρόπο που αυτές οι ταινίες τότε γυρίζονταν. Όλα αυτά ιντριγκάρουν την περιέργεια και καταλήγουν σε ένα άκρως ολοκληρωμένο αποτέλεσμα με την σφραγίδα ενός σκηνοθέτη που αγαπά τις ταινίες τρόμου με ένα νοσταλγικό τρόπο · αγάπη που μου θύμισε εκείνη του Κουέντιν Ταραντίνο για το σινεμά γενικότερα (παίζουν: Μία Γκοθ, Τζένα Ορτέγκα, Μάρτιν Χέντερσον, Μπρίτανι Σνόου κ.α.)
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr