Με την καταστροφική γραφειοκρατία αλλά και την απάνθρωπο στάση των εταιριών απέναντι στους απολυμένους εργάτες στη μετά-σοβιετική σέρβικη κοινωνία, μέσα από το επικών διαστάσεων ταξίδι ενός πάμπτωχου πατέρα, καταπιάνεται στη συγκινητική, συναρπαστική, βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βερολίνου (βραβείο κοινού και Οικουμενικό Βραβείο), ταινία του, «Πατέρας», ο Σέρβος σκηνοθέτης Σρνταν Γκολούμποβιτς («Η παγίδα», «Διασταυρούμενες ζωές»).
Η ταινία αρχίζει με μια γυναίκα, τη Μπιλιάνα (Νάντια Σάργκιν), να εμφανίζεται, μαζί με τα δυο ανήλικα παιδιά της, έξω από το εργοστάσιο από το οποίο απολύθηκε ο σύζυγός της, και όταν οι υπεύθυνοι αρνούνται να της δώσουν την αποζημίωση (η οικογένεια βρίσκεται στο όριο της πείνας) των δυο χρόνων μισθών που χρωστάνε στον άντρας της, αποφασίζει να αυτοπυρποληθεί. Θα μεταφερθεί με εγκαύματα στο νοσοκομείο, ενώ ο άντρας της Νίκολα (ένας πολύ καλός Γκόραν Μπόγκνταν), που εργάζεται σποραδικά σ’ ένα δάσος, τρέχει, όταν ειδοποιείται, για να παραλάβει τα εγκαταλειμμένα του ανήλικα παιδιά, για να πληροφορηθεί πως τα έχει αναλάβει η πρόνοια με το δικαιολογητικό ότι, η φροντίδα και το σπίτι που τους παρέχει η οικογένεια, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κράτους – αν και, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, ο πραγματικός λόγος είναι πως αυτό το εκμεταλλεύονται οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που θέτουν τα παιδιά σε φροντίδα συγγενών ή φίλων για να εισπράττουν το κρατικό επίδομα.
Εδώ αρχίζει και η κύρια ιστορία της ταινίας, όταν ο Νίκολα, μη έχοντας βρει δικαίωση από τις τοπικές αρχές, αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι με τα πόδια μέχρι το Βελιγράδι, μια απόσταση 300 περίπου χιλιομέτρων, για να βρει δικαίωση, όπως πιστεύει, από τον υπεύθυνο υπουργό. Ένα ταξίδι μακρύ, κουραστικό, είδος ρόουντ-μούβι, που ο Γκαλούμποβιτς καταγράφει μέσα από εικόνες που μας αποκαλύπτουν το πρόσωπο μιας εγκαταλειμμένης επαρχίας (η ωραία φωτογραφία είναι του Αλεξάνταρ Ίλιτς), με ένα ρεαλιστικό στιλ που θυμίζει τις ταινίες του Κεν Λόουτς αλλά και των αδερφών Νταρντέν. Μια επίμονη, εξαντλητική, που συχνά αγγίζει τα όρια της πείνας, πορεία, που το θέμα της μου θύμισε ένα παρόμοιο, εξαντλητικό ταξίδι που είχε κάνει περπατώντας μέχρι την πρωτεύουσα, ένας φτωχός Χριστιανός αγρότης, ως την πρωτεύουσα, κουβαλώντας, τη φορά αυτή, στον ώμο ένα σταυρό, στη βραβευμένη παλιότερα στις Κάνες βραζιλιάνικη ταινία «Το τάμα» (O pagador de promessas) του Ανσέλμο Ντουάρτε, με τον Νίκολα, που η ιστορία του, στο μεταξύ, γίνεται πρώτο θέμα στις εφημερίδες, να συναντά διάφορα απλά καθημερινά, συχνά το ίδιο ταλαιπωρημένα με αυτόν, πρόσωπα, που, συγκινημένα από την απόφασή του, τον βοηθάνε, ο καθένας όπως μπορεί.
Παρά την κάποια δικαίωση που βρίσκει στο Βελιγράδι ο Νκολα, χάρη στον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το τέλος δεν είναι πάντα το αναμενόμενο, μια και με την επιστροφή του, έχει ν’ αντιμετωπίσει την ίδια σκληρή, απάνθρωπη, καφκική θα έλεγα, γραφειοκρατία, από ένα κράτος που τελικά δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τον απλό πολίτη και την όποια κοινωνική δικαιοσύνη.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr