Κατοχικό δράμα με τα όλα του, αλλά συγχρόνως «λοξά» ερωτικό, ψυχαναλυτικό και ολίγον τι διαστροφικό, αυτό το φιλμ τοποθετείται σε μια συνοικία του υπό γερμανικής κατοχής Παρισιού, εκεί όπου λειτουργεί το κατάστημά του ο έμπειρος κοσμηματοπώλης και άξιος τεχνίτης ο ίδιος, Ζοζέφ Χαφμαν (Ντανιέλ Οτέιγ). Σύντομα, ο Εβραίος Χαφμαν, άνθρωπος, ευγενής, έξυπνος και προνοητικός, θα αντιληφθεί τι μέλλει γενέσθαι με τους ανθρώπους της φυλής του και με συνοπτικές διαδικασίες, θα στείλει την οικογένειά του στην «εκτός κινδύνου ζώνη» με την προοπτική να την ακολουθήσει. Για να μπορέσει όμως να το κάνει θα πρέπει να μεταβιβάσει σε έναν υπάλληλό του την επιχείρηση και αυτή θα είναι η ρίζα του προβλήματος, που θα φουντώσει όταν ο Χαφμαν θα αναγκαστεί να κρυφτεί στο υπόγειο του μαγαζιού του αναμένοντας την σωστή ώρα φυγής.
Ετσι εισάγεται το δεύτερο πρόσωπο της ιστορίας, ο υπάλληλος Φρανσουά (Ζιλ Λελούς), που κουβαλά το δικό του δύσκολο φορτίο ζωής (ανάπηρος, άτεκνος, φτωχός) και στου οποίου την ψυχή μάχεται η καλοσύνη, η φιλοδοξία και το ένστικτο της επιβίωσης αφού όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Χαφμαν «ο φόβος αλλάζει στρατόπεδα». Ένα τρίτο πρόσωπο είναι η γυναίκα του Φρανσουά, η Μπλανς (Στέισι Μάρτιν), με την οποία ο πρώτος προσπαθεί επί ματαίω να κάνει παιδί, πιο πολύ επειδή πιστεύει ότι «αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί, δεν είναι άντρας».
Με αυτά τα δεδομένα, η σχέση ανάμεσα στους τρεις παραπάνω ήρωες, η καρδιά της ταινίας, είναι και η απόλυτη ενέργειά της. Ο σκηνοθέτης Φρεντ Καβαγιέ διαχειρίζεται δεξιοτεχνικά τις καταστάσεις χωρίς να αφήνει τίποτα «ξεκρέμαστο», χωρίς να εμμένει σε τίποτα το περιττό. Η επιτυχία αυτής της ταινίας είναι ότι επεξεργάζεται με ευθύβολο τρόπο και με χώρο ένα δωμάτιο (την φυλακή του Χαφμαν στο ίδιο του το σπίτι), μεγάλα θέματα της ψυχής, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τον φόβο και την γενναιότητα.
Η ταινία θα μπορούσε να είχε αποκτήσει την εικόνα ενός πικάντικου «διαβολικού τρίο», όμως τελικά, η τριπλέτα των ηρώων της της δίνουν την εικόνα μιας εξαιρετικά συμπαγούς, ουσιαστικής μελέτης ανθρώπινης συμπεριφοράς, από αυτές που σπανίως βρίσκουμε πλέον στο σινεμά (κάτι ούτως ή άλλως δύσκολο αφού στις μέρες μας οι «ταινίες δωματίου», όπως αυτή, αποτελούν σπάνιο είδος).
Και ένας παραπάνω λόγος που η ταινία λειτουργεί τόσο καλά, είναι η χημεία ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές από τους οποίους ξεχωρίζει ο Λελούς, ίσως επειδή πηγαίνει κόντρα στην συνήθη εικόνα του παίζοντας θαυμάσια έναν άνθρωπο εξουθενωμένο από την διαρκή μάχη με τον ίδιο του τον εαυτό.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr