Ο Α. Κοντσαλόφσκι σε αυτήν την ταινία επιλέγει μια σχετικά άγνωστη ιστορία που «ήρθε στο φως» μετά τις ανατροπές, όταν επί Γιέλτσιν βρέθηκε μια αναφορά σε ένα αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της ΕΣΣΔ, το οποίο αναφέρεται σε μια απεργία σε ένα εργοστάσιο στην πόλη Νοβοτσερκάσκ, το 1962, η οποία καταστάλθηκε βίαια. Αν και δεν υπάρχουν αρκετές ιστορικές αναφορές για το γεγονός, ώστε να διασταυρωθεί τι ακριβώς έγινε και σε τι έκταση, εντούτοις αξιοποιείται πολύ συχνά από τη σημερινή καπιταλιστική κυβέρνηση της Ρωσίας, καθώς και από άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, για να επιτεθούν και να απαξιώσουν την Ιστορία της ΕΣΣΔ. Μάλιστα, έχει στηθεί και μνημείο, στο οποίο έχει απαθανατιστεί και ο σημερινός Πρόεδρος, Πούτιν, να αποτίει φόρο τιμής στα θύματα του «καθεστώτος».
Ο σκηνοθέτης δίνει για ακόμα μια φορά τα διαπιστευτήριά του στο σύστημα, αφηγούμενος με κάθε δυνατή λεπτομέρεια το πόσο καταπιεστικό, απολυταρχικό και εντέλει βαθιά υποκριτικό ήταν το σοβιετικό κράτος που δεν δίστασε να καταπνίξει μια εργατική απεργία σε αυτήν τη μικρή πόλη της Ρωσίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε κάθε δυνατό αφηγηματικό μέσο ώστε να «εκπληρώσει» τον στόχο του. Η πείνα θερίζει, οι άνθρωποι φοβούνται, η γραφειοκρατία δεν είναι μόνο παρούσα αλλά και προνομιούχα, οι μυστικές υπηρεσίες βρίσκονται παντού και εκβιάζουν όποιον αρθρώσει μια διαφορετική λέξη, ο στρατός σε εντεταλμένη υπηρεσία πυροβολεί τους «ταραξίες» απεργούς, που μεγάλο ποσοστό τους ήταν πρόσφατα αποφυλακισμένοι για πολιτικούς λόγους, οι νεκροί θάβονται σε άγνωστους τάφους γειτονικών πόλεων. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Οι νέοι ασφυκτιούν και θέλουν να φύγουν, οι ηλικιωμένοι θυμούνται τους «κακούς» μπολσεβίκους στα χρόνια του εμφυλίου και στρέφονται στον Θεό... Η κλειστοφοβική και παρακμιακή ατμόσφαιρα υποστηρίζεται ακόμα πιο πολύ από τη στάση των ίδιων των πρωταγωνιστών του έργου, που επιλέγουν, θα έλεγε κανείς, συνειδητά να ζουν με χίμαιρες. Ολα είναι ένα ψέμα, μια αυταπάτη, που προτιμούν να πιστεύουν, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Τελικά, ο σοσιαλισμός που οικοδομήθηκε στην ΕΣΣΔ ήταν, για τον Κοντσαλόφσκι, απλά και μόνο «ένα πουκάμισο αδειανό»...
Είναι άραγε κακό μια ταινία - ακόμα κι αν η ιστορική της ακρίβεια ελέγχεται - να αναδεικνύει στρεβλές πλευρές, αδυναμίες, παρεκκλίσεις στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που χρήζουν εξέτασης ή κριτικής; Φυσικά και όχι. Αλλωστε, η ίδια η οικοδόμηση του σοσιαλισμού ποτέ δεν ήταν μια ευθεία πορεία. Η συγκεκριμένη, εξάλλου, ταινία αναφέρεται σε μια περίοδο μετά το 20ό Συνέδριο, όταν τα οικονομικά ζητήματα που ετίθεντο για λύση απαντήθηκαν με πολιτικές κατευθύνσεις και μέτρα της αγοράς, και όχι με βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, οδηγώντας σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Σ' ένα βάθος χρόνου διαβρώθηκε ο πανεθνικός κεντρικός σχεδιασμός προς όφελος της «ιδιοσυντήρησης», επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητες των επιχειρήσεων και των διευθυντών τους. Υιοθετήθηκε και ενισχύθηκε το κίνητρο της κερδοφορίας στο επίπεδο της κάθε επιχείρησης, ενισχύθηκαν τα ατομικά χρηματικά κίνητρα και το διευθυντικό πριμ.
Δυστυχώς, όμως, απ' ό,τι φαίνεται, η πρόθεση του σκηνοθέτη δεν είναι να κάνει ένα χρήσιμο έργο για το σήμερα, που θα βοηθά τον θεατή να προβληματιστεί, να βγάλει συμπεράσματα με το βλέμμα στραμμένο στο αύριο. Αντίθετα, προσπαθεί διακαώς να ξορκίσει το κορυφαίο κοσμοϊστορικό γεγονός του 20ού αιώνα, που απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, ότι μπορεί να οικοδομηθεί μια ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο...
Παυλίνα Αγαλιανού
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα rizospastis.gr