Μενού

BELFAST - Γιώργος Παπαδημητρίου

Αύγουστος 1969, Μπέλφαστ. Η Βόρεια Ιρλανδία μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Οι βίαιες ταραχές ανάμεσα στους Προτεστάντες Loyalists (που παραμένουν πιστοί στο βρετανικό Στέμμα) και τους Καθολικούς Unionists (που επιθυμούν την ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία), είναι προ των πυλών. Ο ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος, που έμελλε να διαρκέσει σχεδόν 30 χρόνια, άφησε πίσω του εκατόμβες νεκρών αλλά και αγιάτρευτες πληγές, προσθέτοντας ένα ακόμη αιματοβαμμένο επεισόδιο στην ταραχώδη ιστορία ενός τόπου που θαρρείς πως γεννήθηκε για να υποφέρει.

O μικρούλης Μπάντι, πάντως, ένα χαρωπό και πνευματώδες εννιάχρονο αγοράκι, δεν κατανοεί, ούτε πολυενδιαφέρεται για τις εντάσεις και τα πάθη που σιγοκαίνε σε απόσταση αναπνοής. Η συμμαθήτριά του, με τα μαλλιά σαν τη Ραπουνζέλ, είναι ο μεγάλος του καημός. Ο κόσμος του αρχίζει και τελειώνει στη γειτονιά του, όπου παίζει ανέμελος από το πρωί έως το βράδυ, χωρίς να τον απασχολεί αν τα άλλα παιδιά είναι Καθολικοί ή Προτεστάντες (όπως ο ίδιος). Ο μπαμπάς του, γενναίος σαν τον Γκάρι Κούπερ στο θρυλικό γουέστερν High Noon, είναι έτοιμος να τα βάλει με όλους τους κακούς και μοχθηρούς τύπους που απειλούν την οικογένειά του. Οι κουβέντες που κάνει ο Μπάντι με τον πνευματώδη παππού του και ο μαγικός κόσμος της σκοτεινής αίθουσας ισοδυναμούν με τα πιο μακρινά ταξίδια.

1384 1

To Belfast του Κένεθ Μπράνα, με τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που παραπέμπουν στην παιδική ηλικία του σκηνοθέτη, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, δεν αποκρύπτει ούτε μασκαρεύει τις επιδιώξεις του. Υιοθετεί σχεδόν αυτούσια το παιδικό βλέμμα, όπως μαρτυρά εξάλλου και η τοποθέτηση της κάμερας και η χρήση των γκρο πλαν. Αυτό που αντικρίζουμε είναι το πώς αντιλαμβάνεται τη ζωή και τα γεγονότα ο Μπάντι: όλα τα μικρά που γίνονται πελώρια μέσα από τη δική του ματιά, όλα τα βαρυσήμαντα που φιλτράρονται μέσα από την αυθόρμητη παιδική απορία. Η διχοτόμηση της κοινωνίας και το σεχταριστικό μίσος προσκρούουν στην πιο αγνή έκπληξη και μένουν στην πραγματικότητα εκτός κάδρου.

Η πρώτη και σχεδόν ενστικτώδης ένσταση απέναντι στο Belfast αφορά το πολιτικό και ιστορικό σκέλος και πιο συγκεκριμένα, την απροθυμία του να εμβαθύνει, να ερμηνεύσει, να (ανα)στοχαστεί, να επισκεφτεί ολόψυχα μια εποχή επώδυνη και σκοτεινή. Το προφανές (και επαρκές, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο) αντεπιχείρημα είναι πως ο Μπράνα δεν είναι διατεθειμένος να κατέβει στο υπόγειο με τις σκληρές και τραυματικές αναμνήσεις. Προορισμός του, αντιθέτως, είναι η εξιδανίκευση που επιβιώνει μονάχα στο παιδικό βίωμα και η ανίκητη νοσταλγία που γέννησε ένας καταναγκαστικός ξεριζωμός.

Κρίνοντας με αυτά τα δεδομένα, είναι ίσως εύκολο να βρεθούν ελαφρυντικά για τις διδακτικές στιχομυθίες και τα γλυκανάλατα ευχολόγια συναδέλφωσης που μοιράζει αφειδώς ο μπαμπάς του Μπάντι. Δεν ακούμε το πόρισμα του Μπράνα για όσα συνέβησαν σε εποχές δύσκολες και μακρινές, απλώς τρυπώνουμε στο μυαλό και στην καρδιά του μικρού Μπάντι, που δεν έχει κανένα λόγο να ασχοληθεί δευτερόλεπτο παραπάνω με το χάος που επικρατεί ολόγυρα. Κι όμως, ο Μπράνα δεν εκκινεί από αυτή την αφετηρία, ούτε καταλήγει σε αυτόν τον προορισμό. Φυσικά, όλες οι ενδιάμεσες στάσεις ξεχειλίζουν από καλαισθησία: η μουσική του Βαν Μόρισον είναι ταξιδιάρικη, η φωτογραφία του Χάρη Ζαμπαρλούκου εκπέμπει μια γλυκιά μελαγχολία, η ερμηνεία του πιτσιρικά Τζουντ Χιλ είναι γεμάτη ενέργεια και (καλώς εννοούμενη) χαριτωμενιά.

1384 2

Ήδη από την πρώτη σεκάνς, που μοιάζει βγαλμένη από διαφήμιση-ονειροπόληση για τους παλιούς καλούς καιρούς, ο μικρός Μπάντι βλέπει τον κόσμο του να τραντάζεται συθέμελα. Ακριβώς τη στιγμή της πιο αβίαστης χαράς, καθώς η μονοιασμένη γειτονιά ζουζουνίζει τρυφερές κουβέντες και ο ίδιος βυθίζεται στο ατελείωτο παιχνίδι, η πραγματικότητα έρχεται να εισβάλει με μανία, λύσσα και ορμή. Οι εναρκτήριες στιγμές του Belfast μάς προϊδεάζουν, λοιπόν, για μια αθωότητα που κινδυνεύει να  χαθεί μια για πάντα, καθώς απειλείται από μια ανεξήγητη και καταιγιστική βία.

Στην πορεία, ωστόσο, η αθωότητα του Μπάντι και του Belfast συνεχίζει αμέριμνη να κόβει βόλτες, δεν έρχεται ποτέ αντιμέτωπη με εκείνη την κρίσιμη στιγμή όπου η παιδικότητα σκάει με κρότο, καταλήγοντας ακόμη πιο αλώβητη παρά τις αντιξοότητες, τις αγριότητες και τις κοσμογονικές αλλαγές. Για να το θέσουμε αλλιώς, η παιδική ματιά του Belfast είναι τόσο γυαλισμένη και καλοφτιαγμένη –τόσο στις κωμικές όσο και στις δραματικές της στιγμές– που καταστρατηγεί τις βασικές της ιδιότητες: τον αυθορμητισμό και την ακανόνιστη φύση της. Ανά στιγμές, το Belfast μοιάζει περισσότερο με ιλουστρασιόν λεύκωμα που πωλείται σε βιβλιοπωλεία, παρά με αληθινό –και εξιδανικευμένο, κανένα πρόβλημα με αυτό– ημερολόγιο παιδικών αναμνήσεων.

1384 4

Φτάνοντας στους τίτλους τέλους, ο Μπράνα απευθύνει έναν προσωπικό χαιρετισμό, αφιερώνοντας την ταινία σε όσους έμειναν πίσω, σε όσους έφυγαν, αλλά και σε εκείνους που χάθηκαν. Ακόμη λοιπόν και αν δεχτούμε ότι οι τελευταίοι σκοπίμως απουσιάζουν από ολόκληρη την ταινία, η απουσία των δύο πρώτων δεν γίνεται να αντιμετωπιστεί με επιείκεια.  Στην πραγματικότητα, δεν συναισθανόμαστε το δράμα ούτε όσων έμειναν και έζησαν τη φρίκη από κοντά, ούτε όσων αναγκάστηκαν να πιουν το πικρό ποτήρι της φυγής (παρά τις συγκινητικές προσπάθειες της Καϊτριόνα Μπάλφε, που υποδύεται τη μητέρα του Μπάντι και επωμίζεται ολομόναχη το δραματουργικό βάρος ενός ασήκωτου διλήμματος). Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο λόγος είναι απλός και προφανής.

Πώς θα αποτυπώσει κανείς την οδύνη του ξεριζωμού, αν δεν εμβαθύνει στο ρίζωμα των ανθρώπων; Η σύνδεσή μας με τόπους και εικόνες, με στιγμιότυπα, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές που παγώνουν στον χρόνο, συνιστά την πιο ανόθευτη μορφή προσωπικής πατρίδας, που μένει αναλλοίωτη και ατόφια ακόμη και αν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θυμίζει πυριτιδαποθήκη ή μοιάζει με βούρκο. Κι αυτή η πατρίδα, που δεν έχει καμία σχέση με εμβατήρια και σημαίες, ξεγλιστρά συνεχώς (και δυστυχώς) από την αναπόληση του Μπράνα, παρότι βροντοφωνάζει την παρουσία της με κάθε ευκαιρία.

Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr

Smart Search Module