Το ενδιαφέρον στοιχείο των δύο ταινιών του Κένεθ Μπράνα που βασίζονται σε μυθιστορήματα της Αγκαθα Κρίστι με ήρωα τον ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό, είναι ότι ο Ιρλανδός ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν βασίζεται σ’ αυτό καθαυτό το μυστήριο των υποθέσεών τους αλλά προσπαθεί να τις μεταφέρει σε ένα άλλο επίπεδο, χωρίς να «τραυματίζει» την ατμόσφαιρα των βιβλίων της συγγραφέα. Το είδαμε στο «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» το 2017, το βλέπουμε και πάλι στο «Εγκλημα στο Νείλο».
Ο Πουαρό που υποδύεται ο ίδιος ο Μπράνα δεν είναι καθόλου σχηματικός και γραφικός, όπως κακά τα ψέματα ήταν ο Αλμπερτ Φίνεϊ, ο Πίτερ Ουστίνοφ αλλά και ο «τηλεοπτικός» Ντέιβιντ Σασέτ (ο τελευταίος λιγότερο ίσως). Ο Μπράνα παρουσιάζει τον Πουαρό ως έναν ευφυή και δαιμόνιο μεν ντετέκτιβ, δίνει όμως έμφαση και στον βαθιά τραυματισμένο ψυχικό του κόσμο και ο λόγος, εδώ, όλως περιέργως είναι ο έρωτας – στοιχείο με τον οποίο οι προηγούμενοι Πουαρό του θεάματος ουδεμία σχέση είχαν.
Για την ακρίβεια ο έρωτας βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου στον πυρήνα της ιστορίας, είναι ο κινητήριος μοχλός όλων των αποτρόπαιων πράξεων που προκύπτουν από τα βασικά πρόσωπα που σχετίζονται με την δολοφονία της πάμπλουτης κυρίας (Γκέιλ Γκάντοτ) πάνω στο τουριστικό πλοίο που ταξιδεύει ειδυλλιακά στον ποταμό της Αιγύπτου εν έτη 1937. Όμως η ιστορία των ηρώων ξεδιπλώνεται αργά και μεθοδικά κάτω από την σκιά του παρελθόντος του ιδίου του Πουαρό που αυτή την φορά τον βοηθά να σκεφτεί μέσα σε ένα πλαίσιο που τον αφορά προσωπικά.
Η ψυχαναλυτική διάσταση που ο Μπράνα δίνει στην ιστορία (και η ιστορία με το μουστάκι του είναι πραγματικά σπαραχτική) σχεδόν υποσκελίζει την ίντριγκα που όπως συμβαίνει σε αυτούς του τύπου τις ιστορίες κορυφώνεται στο τέλος, όταν σαν από μηχανής θεός ο ντετέκτιβ έχει τις απαντήσεις σε όλα. Φυσικά, ο Μπράνα δίνει και πάλι τεράστια σημασία στον σκηνικό χώρο, μεταμορφώνοντας το σκάφος σε αρένα μονομαχιών (σωματικών και ψυχολογικών), όπως ακριβώς είχε κάνει με επιτυχία στο «Οριαν Εξπρές» όπου όλα εκτυλίσσονταν μέσα σε ένα ακινητοποιημένο τρένο.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr