Λιγομίλητος και άπειρος Ούγγρος λοχίας ηγείται ομάδας συμπατριωτών του στρατιωτών, που στόχο έχουν να ξετρυπώσουν Ρώσους αντάρτες, υπεύθυνους για σωρεία δολιοφθορών εναντίον τους. Είναι, όμως, ένας σκληρός πόλεμος ο Δεύτερος Παγκόσμιος.
Σε αντίθεση με όσα ο τίτλος προστάζει, το φως (με κάθε του έννοια) απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά από το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ντένες Νάγκι. Δικαιώνοντας την ορμώμενη από τα «Έξι Λεπτά Πριν τα Μεσάνυχτα» (2020) διαπίστωσή μας, πως η περί Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κινηματογραφική μυθολογία είναι ανεξάντλητη, ο νεόκοπος Ούγγρος ξεσκονίζει τη σύμπλευση της πατρίδας του με την ναζιστική Γερμανία και δη τη δράση του ουγγρικού στρατού στο ρωσικό μέτωπο. Εάν σας άνοιξε η όρεξη για γνήσια πολεμική δράση στα πρότυπα των κλασικών παραγωγών του είδους, ουδέν… φως υπάρχει εδώ. Το «Φυσικό Φως» είναι μια αργόσυρτη, αφαιρετική art-house σπουδή πάνω στη στρατιωτική ηθική, που μόνο της μέλημα θαρρείς πως είναι να καταγράψει ατέλειωτες εικόνες πολεμικής κακουχίας και βασάνων.
Ο λοχίας Σεμέτκα είναι ένας πράος και στωικός φωτογράφος, που η μοίρα τον έφερε να πρέπει ν’ αναλάβει την ηγεσία του λόχου του, όταν ο ανώτερός του αξιωματικός σκοτώνεται σε ενέδρα Ρώσων ανταρτών. Έχοντας γίνει μάρτυρας της ενεργής συμμετοχής των συμπολεμιστών του σε λεηλασίες και βιαιότητες, δεδομένου του ήρεμου χαρακτήρα του, ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα μ’ έναν εντελώς αποστασιοποιημένο τρόπο, κινούμενος στα όρια του να χαρακτηριστεί ανεπαρκής. Επιλέγοντας να μη δίνει σημασία στις ένθεν και ένθεν αγριότητες, ο Σεμέτκα μοιάζει να είναι ο μόνος που διατηρεί κάποια ίχνη συνείδησης, αν και ο τρόπος που επιλέγει να το δείχνει δεν είναι ο πιο ενδεδειγμένος (δεδομένης και της ανώτερης ιεραρχικά θέσης στην οποία έχει βρεθεί – από τύχη, έστω), αφού η απάθειά του μπορεί εύκολα να εκληφθεί ως συνενοχή.
Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως ο σκηνοθέτης Ντένες Νάγκι επιθυμεί να στηλιτεύσει τη συμμαχία της πατρίδας του με τον Χίτλερ, στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στη γεμάτη από σιωπές ταινία του (ο Σεμέτκα δεν είναι ο μόνος… λιγομίλητος) και με arty πλάνα υπό το φως του σούρουπου (κατά κανόνα), η πολεμική θηριωδία βαραίνει αμφότερες τις αντιμαχόμενες πλευρές, με την πιο σκληρή της απεικόνιση να κατοχυρώνεται στους Ρώσους χωρικούς, όταν αποφασίζουν να τιμωρήσουν συμπατριώτη τους που «κάρφωσε». Το σκηνοθετικό στυλ που συχνά πυκνά υιοθετεί ο Νάγκι όταν στρέφει το φακό στον πρωταγωνιστή του, μπορεί να θυμίζει τον «Γιο του Σαούλ» (2015), αφού η πλάτη του καλού λοχία Σεμέτκα συχνά «γεμίζει» τα πλάνα του, όχι όμως και η ανθρωπιά από την οποία ξεχείλιζε το φιλμ του επίσης Ούγγρου Λάζλο Νέμες, μιας κι εδώ η έννοια αυτή απουσιάζει.
Η λύτρωση είναι άγνωστη λέξη για το «Φυσικό Φως», καθώς η απληστία (ειδικά μεταξύ των αξιωματικών του στρατού), μαζί με την ταπείνωση της ολοκληρωτικής πειθαρχίας, δείχνουν να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος από τον περί θηριωδιών σεναριακό προβληματισμό. Η οπτική τούτη γίνεται ιδιαίτερα δύσπεπτη όταν προτάσσονται τα δεινά που υπέστησαν τα φασιστικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Με τις πληροφορίες για το παρελθόν του κεντρικού ήρωα Σεμέτκα να είναι επί της ουσίας ανύπαρκτες, το στόρι επικεντρώνει στο τώρα του πολέμου, όμως, η εν γένει αποστασιοποίησή του το κάνει ανίκανο να ξυπνήσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Υπάρχουν στιγμές που τα ατελείωτα έρημα τοπία της φύσης έρχονται με έναν κατάτι υπόγειο τρόπο, σε… φιλοσοφικού τύπου αντιδιαστολή με την ανθρώπινη βαρβαρότητα (η είσοδος των στρατιωτών στο χωριό), κατά τα πρότυπα του «δασκάλου» του Νάγκι, Αντρέι Ταρκόφσκι. Το ξύπνημα του ανθρώπινου κτήνους εν καιρώ πολέμου μοιάζει να ήταν η πρόθεση, όμως, στο τέλος αυτή που κερδίζει είναι η βασανιστική σιωπή της πλήξης.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr