Επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από τις πρώιμες δουλειές των Ντε Σίκα και Βισκόντι, αλλά και από την απλότητα των έργων των αδελφών Νταρντέν, ο Μαλτεζο-Αμερικανός σκηνοθέτης Άλεξ Καμιλέρι εκπλήσσει θετικά με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Μία ταινία εν μέρει κοινωνικός σχολιασμός και εν μέρει οικογενειακό δράμα, που παρουσιάζει τη ζωή των ψαράδων της Μάλτας, έχοντας αντλήσει τον τίτλο της από τα πολύχρωμα ξύλινα ψαροκάικα που είναι χαρακτηριστικά της χώρας.
Κύριος ενός τέτοιου καϊκιού, ο Τζέσμαρκ (τον οποίο υποδύεται ο αληθινός ψαράς Τζέσμαρκ Σικλούνα) δυσκολεύεται οικονομικά, καθώς η αλιευτική σοδιά καταδυναστεύεται από τις επιχειρήσεις στη μαύρη αγορά. Το σκάφος χρειάζεται επισκευή, γεγονός που τον αναγκάζει να σταματήσει μία δραστηριότητα που ήδη του αποφέρει πενιχρά έσοδα. Η σύζυγός του, που εργάζεται ως σερβιτόρα, είναι βασικά αυτή που φροντίζει για την οικογένεια, σε μια εποχή που το νεογέννητό τους χρειάζεται ιατρική φροντίδα. Κι ο Τζέσμαρκ έχει δύο επιλογές: ή να συμμετάσχει στις παράνομες επιχειρήσεις της μαύρης αγοράς ή να σπάσει την οικογενειακή παράδοση και να αποδεχτεί την προσφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παροπλίσει το σκάφος έναντι μιας σημαντικής αμοιβής και να παραδώσει την αλιευτική του άδεια. Ο Καμιλέρι μεταφέρει ξεκάθαρα αυτά που έχει στο μυαλό του μέσα από δυνατές εικόνες και έντονα συναισθήματα.
Παρουσιάζει μ’ έναν ξεκάθαρο τρόπο μία σειρά γεγονότων τα οποία αρχικά σε εξοργίζουν, αλλά στην πορεία σε κάνουν να σκεφτείς. Όλες οι σκηνές έχουν έντονο δραματικό βάρος, αλλά και αρκετές δόσεις αλήθειας, που αντανακλά την πικρή αλλαγή των καιρών, την προοδευτική απώλεια της παράδοσης και την αχαλίνωτη διάθεση του καπιταλισμού μέσα σε μια απάνθρωπη ατμόσφαιρα, που δεν αφήνει κανένα αδιάφορο. Το δεύτερο μισό της ταινίας, με τις ηλιόλουστες, έτοιμες για καρτ ποστάλ μαρίνες της Μάλτας, δίνει σιγά-σιγά τη θέση της σε διεφθαρμένους αξιωματούχους και τους ψαράδες να δέχονται συνεχή πισώπλατα μαχαιρώματα. Όπως παραδέχεται και το αδίστακτο αφεντικό του Τζέσμαρκ, μέσα σε 10 χρόνια ολόκληρη η βιομηχανία στη Μάλτα θα έχει σβήσει χάρη στην υπεραλίευση και την άνοδο της θερμοκρασίας. Το καστ της ταινίας αποτελείται από ερασιτέχνες. Από αληθινούς ψαράδες, που ζουν πραγματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Τζέσμαρκ είναι ένας όμορφος άντρας, αλλά αρκετά βαρύς σαν χαρακτήρας, γεμάτος ανησυχία, πλην όμως τρυφερός, με απεριόριστή αγάπη για τον γιο του, αλλά και φοβισμένος τόσο για εκείνον όσο και για τον εαυτό του. Το αναγκαστικό σπρώξιμό του στην εγκληματικότητα είναι οδυνηρό, επειδή η αγάπη του για το σκαρί του, την οικογένειά του και το λιμάνι είναι αρκετά εμφανής. Με άλλα λόγια, η ταινία διαθέτει μία σπάνια αυθεντικότητα, που δεν μπορεί να πλαστογραφηθεί.
Ανδρέας Κουταλάς
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress