Εκ πρώτης όψεως αυτή η ταινία μοιάζει να ανήκει στην κατηγορία του «queer cinema» – ταινίες που εστιάζουν σε ομοφυλοφιλικές καταστάσεις και συνήθως απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε gay κοινό. Ομως με πολύ έξυπνο τρόπο, ο σκηνοθέτης Σεμπάστιαν Μάιζε καταφέρνει να ξεφύγει από τις «ταμπέλες» και δώσει στην ταινία του (που δικαίως διακρίθηκε πέρσι στο φεστιβάλ των Καννών στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα έναν πολύ πιο ευρύ, ανοιχτό ορίζοντα.
Από τους πιο αξιόλογους και απρόβλεπτους νεαρούς Γερμανούς ηθοποιούς των καιρών μας, ο Φραντς Ρογκόφσκι, υποδύεται τον Χανς, που σε όλη του την ζωή μπαινοβγαίνει στις φυλακές, εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του (η ιστορία καλύπτει κάποιες δεκαετίες με αφετηρία την μεταπολεμική Γερμανία). Οσο και αν στις μέρες μας ακούγεται αδιανόητο το ότι η ομοφυλοφιλία καταδιωκόταν από τον νόμο, είναι αλήθεια. Στην Γερμανία, υπήρχε νόμος που όριζε την ομοφυλοφιλία ως ποινικό αδίκημα.
Ο Χανς από την μια πλευρά νιώθει φυλακισμένος μέσα στον ίδιο τον εαυτό του εφόσον δεν μπορεί να εκφράσει και να χαρεί ελεύθερα την πραγματική σεξουαλική φύση του και από την άλλη, όποτε αποφασίζει να το κάνει, το κάνει στα κρυφά και στην παρανομία, χάνοντας και πρακτικά την ελευθερία του αφού τον κλείνουν στην φυλακή. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πόσος κόσμος, ακριβώς σαν τον Χανς, χαράμισε την ζωή του εξαιτίας ενός όχι απλώς ανεγκέφαλου αλλά και εντελώς απάνθρωπου νόμου.
Ωστόσο, η ταινία δεν προσπαθεί να «κατηγορήσει» κανέναν ούτε να σηκώσει δημαγωγικά το δάχτυλο σαν σημαιοφόρος των δικαιωμάτων των gay. Απεναντίας, ο Μάιζε χειρίζεται με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία το θέμα παρακολουθώντας τον Χανς σε όλα τα στάδια της ζωής του, μια έντιμη σκηνοθετική προσπάθεια κατανόησης της ταλαιπωρημένης και τραυματισμένης από την αλόγιστη αδικία ψυχής ενός ουσιαστικά αθώου ανθρώπου. Μια διαδρομή μέσα από την οποία ο ήρωας προσπαθεί να διατηρήσει ανέπαφη την εσωτερική ελευθερία του.
Και το πιο ενδιαφέρον (όπως και το μεγαλύτερο) κομμάτι της ταινίας, είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Χανς και τον Βίκτορ (Γκέοργκ Φρίντριχ), έναν άλλο κατάδικο (για φόνο) τον οποίο συναντά σε διάφορες περιόδους της ζωής του και σε διαφορετικές φυλακές. Παρά το γεγονός ότι το σκηνικό φόντο της «Μεγάλης απόδρασης» περιορίζεται σε κελιά, διαδρόμους και προαύλια φυλακών, με ελάχιστες σκηνές στον υπόλοιπο κόσμο, η ταινία δεν δείχνει ποτέ «εγκλωβισμένη», χωρίς ανάσες.
Αντιθέτως η αγωνία του Χανς να χτίσει την ζωή του και να βρει το νόημα της αγάπης όσο ο χρόνος κυλά εναντίον του, δημιουργεί ένα κλίμα σασπένς που δεν σε προδίδει ποτέ. Η δίψα για ελευθερία και ανάγκη για αγάπη αυτού του ήρωα δεν απέχει και τόσο από το εντελώς διαφορετικού περιεχομένου αλλά παρόμοιας λογικής αριστούργημα του Τζον Φρανκενχάιμερ «Ο βαρυποινίτης του Αλκατράζ» όπου ο Μπαρτ Λάνκαστερ υποδύθηκε έναν κατάδικο που αφιέρωσε όλη την ζωή του στην φυλακή στην ανατροφή πουλιών.
Εν τέλει, αυτή η μικρή γερμανική ταινία που τόσο άστοχα «μεταφράστηκε» στα ελληνικά ως «Μεγάλη απόδραση» (κάποιοι με ρώτησαν αν βγαίνει σε επανέκδοση η κλασική πολεμική περιπέτεια με τον Στιβ Μακ Κουίν!) καταφέρνει να γίνει ένα πολύ πιο καίριο και ουσιαστικό «δράμα φυλακής» που επεξεργάζεται δεξιοτεχνικά την γενικότερη έννοια της ελευθερίας.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr