Μενού

ΑΖΟΡ: Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ - Νίκος Παλάτος

Ελβετός ιδιωτικός τραπεζίτης φτάνει στην Αργεντινή του 1980, αναλαμβάνοντας τις υποθέσεις που ο συνέταιρός του άφησε στη μέση, εξαιτίας της βεβιασμένης του επιστροφής στην πατρίδα. Ή μήπως του συνέβη κάτι άλλο;

Η ασφάλεια είναι λεπτό και ευμετάβλητο αίσθημα, ειδικά όταν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα κυριαρχεί η αβεβαιότητα και ο φόβος. Η υπό δικτατορικό καθεστώς Αργεντινή της περιόδου 1976 – 1983 ήταν μια χώρα άγριας καταστολής, όπου χιλιάδες πολίτες «εξαφανίζονταν», αρκεί να εξέφραζαν την οποιαδήποτε διαφωνία προς το καθεστώς. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Ελβετός Αντρέας Φοντάνα επιχειρεί να μελετήσει το σκοτεινό πρόσωπο του κακού, παρακολουθώντας τις business ενός τραπεζίτη με την αριστοκρατικής καταγωγής πελατεία του. Η έκθεση στον κίνδυνο δεν αποτελεί «προνόμιο» των λαϊκών στρωμάτων, αλλά μια χαρά μπορεί να προκύψει μέσω της συναναστροφής με τους καχύποπτους εκπροσώπους της δήθεν αστικής ευγένειας. Ο Φοντάνα δείχνει να γνωρίζει καλά τους υπόγειους δρόμους του ανείπωτου φόβου (και του μεγάλου κέρδους), πλην όμως η art-house προσέγγιση στο υλικό του, αντί μιας πιο στέρεης σεναριακής αφήγησης, κάνει το εγχείρημά του περισσότερο να χάνει το παιχνίδι, παρά να το κερδίζει.

1391 2

Από την πρώτη στιγμή που ο Ιβάν ντε Βιλ φτάνει στο Μπουένος Άιρες μαζί με τη σύζυγο του, γίνεται μάρτυρας μιας έκρυθμης πολιτικής κατάστασης. Ένοπλοι αστυνομικοί περιπολούν στους δρόμους πραγματοποιώντας συνεχείς ελέγχους, ενώ οι δια παν ενδεχόμενο προσαγωγές και φυλακίσεις δίνουν και παίρνουν. Προς έκπληξή του, ο ντε Βιλ αντιλαμβάνεται πως για τον κόσμο με τον οποίο πρόκειται να συναναστραφεί κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην αργεντίνικη πρωτεύουσα, αυτές οι καταστάσεις είναι φυσιολογικές, αφού δεν αντανακλούν παρά το κόστος της διακυβέρνησης και της συνεπακόλουθης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μια ιδιότυπη κανονικότητα, δηλαδή, πλήρως εναρμονισμένη με τον μικρόκοσμο της πλούσιας elite και παράλληλα μια νίκη της «άρχουσας τάξης» έναντι των «πληβείων», με παρανυχίδα όλων αυτών (που μοιάζει με… αναγκαίο κακό) να στέκουν οι δεκάδες «εξαφανίσεις». Τέτοια περίπτωση ίσως ν’ αποτελεί (και) ο συνέταιρος του ντε Βιλ, για τον οποίο ο τελευταίος θεωρεί σίγουρη την επιστροφή του (για προσωπικούς λόγους) πίσω στη Γενεύη. Από τη στιγμή που αρχίζει αλυσίδα επαφών με τους πελάτες της τράπεζάς του, όμως, αρχίζει να υποπτεύεται πως κάτι άλλο μπορεί να έχει συμβεί. Είναι, όμως, ποτέ δυνατόν ένας ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος να έχει την τύχη της «πλέμπας»;

Στη δομή του το «Αζόρ» θυμίζει το «Αποκάλυψη Τώρα» (1979), με τη ζούγκλα της Ινδοκίνας να έχει κατά κάποιο τρόπο αντικατασταθεί από τις πολυτελείς οικίες των πλούσιων Αργεντίνων, τους οποίους ο ντε Βιλ επισκέπτεται συνεχώς, σ’ ένα αδιάκοπο διαπραγματευτικό rally. Ο δε μονίμως απών, αλλά κατά έναν παράδοξο τρόπο πανταχού παρών συνεργάτης του, Ρενέ Κις, έχει κάτι από την αντίστοιχη φιγούρα του Χάρι Λάιμ στον περίφημο «Τρίτο Άνθρωπο» (1949). Υπάρχει, όμως, μια ειδοποιός διαφορά που κάνει κάθε άλλη σύγκριση του φιλμ του Φοντάνα μ’ εκείνα του Κόπολα και του Ριντ να μοιάζει εντελώς άστοχη. Το μυστήριο σχετικά με την τύχη του Συνταγματάρχη Κουρτς και του Λάιμ, σε αμφότερες τις αριστουργηματικές αυτές ταινίες, ναι μεν σταθερά υπονοείται, δημιουργώντας υπόγεια ένταση και σασπένς, όμως, μέσω της κλιμάκωσης της αφήγησης, τελικά, οδηγεί σε σαφείς απαντήσεις και λύσεις.

1391 3

Ο «Αζόρ», αντιθέτως, καλεί τον θεατή ν’ αναζητήσει το κλειδί του puzzle, αδιαφορώντας για την ύπαρξη της απαραίτητης «κλειδαριάς» που θα λύσει το μυστήριο. Οι υπαινιγμοί και οι συνεχόμενοι γρίφοι με τους οποίους απευθύνονται στον ντε Βιλ οι πελάτες του, ανοίγουν παράθυρο στον κυνισμό του μέγιστου κέρδους και ταυτόχρονα… χαραμάδα στο συνδετικό σεναριακό ιστό. Η διαρκής επανάληψη των συνεχόμενων συναντήσεων σε γραφεία, βίλες και ιπποδρόμους ξεχειλώνουν την αφήγηση, αφαιρώντας πλήρως το θριλερικό στοιχείο που (υποτίθεται ότι) υπάρχει «κάπου» στο στόρι. Η πλήρης έλλειψη ηθικής πυξίδας από την πελατεία του ντε Βιλ γίνεται ολοφάνερη με τη μία, με την επαναληπτικότητα του μοτίβου να μοιάζει μεν με φυτίλι που σιγοκαίει, αλλά να μην κάνει ποτέ του το «μπαμ». Η ψευδαίσθηση της ηρεμίας πριν την καταιγίδα που φαίνεται πως έρχεται, στήνεται σωστά από τον Φοντάνα, αφήνοντας τη «δράση» να λαμβάνει χώρα όχι στην οθόνη, αλλά στη σκέψη του θεατή. Πέρα, όμως, από μια-δυο αστραπές, η μπόρα δεν ξεσπά ποτέ. Για να το θέσω απλά, υπάρχει ζουμί στο στόρι του «Αζόρ», τόσο από πολιτική, όσο και από κοινωνική σκοπιά, ατυχώς όμως ο σκηνοθέτης το βάζει γρήγορα στην άκρη, επιλέγοντας άσκηση ύφους αντί ουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα είναι κρίμα, διότι δε στερείται ενδιαφέροντος η σκηνοθετική ματιά του. Η ταινία, όμως, οδηγεί σταδιακά στην αδιαφορία παρά στη διέγερση.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σε κάποια στιγμή πληροφορούμαστε από το φιλμ πως «Αζόρ» είναι slang όρος της τραπεζικής διαλέκτου, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «να μην λες πολλά». Παραδόξως, αυτό ακριβώς διαπράττει ολόκληρη η ταινία, αφού αδυνατεί να μετουσιώσει σε κάτι το ουσιώδες τις καλές της ιδέες. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για «καμένο» art-house, αλλά ούτε και για θρίλερ μυστηρίου (που πιθανόν να διαβάσετε αλλού). Η κατηγορία του… «μη θρίλερ» θα του ταίριαζε γάντι. Και του τόσο τυπικού πλέον… «μη φινάλε», επίσης!

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module