ΣΥΝΟΨΗ
Ο Arthur Howitzer Jr. (Bill Murray), εκδότης του αγγλόφωνου περιοδικού ‘’The French Dispatch’’ ,που εκδίδεται στη φανταστική γαλλική πόλη Ennui-sur-Blasé, πεθαίνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή. Σύμφωνα με τις επιθυμίες που εκφράζονται στη διαθήκη του, η έκδοση του περιοδικού αναστέλλεται αμέσως μετά από ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο τεύχος, στο οποίο αναδημοσιεύονται τρία άρθρα από προηγούμενες εκδόσεις της εφημερίδας.
Τo πρώτο άρθρο αφορά τη θορυβώδη ιστορία ενός ψυχοπαθή δολοφόνου(Benicio del Toro) που τυχαίνει να είναι και σπουδαίος καλλιτέχνης. Ενώ βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα, ζωγραφίζει πορτρέτα της αγέλαστης φύλακα (Léa Seydoux), που έχει ερωτευθεί. Ένας έμπορος έργων τέχνης (Adrien Brody) που τον ανακαλύπτει προσπαθεί να προωθήσει την καριέρα του. Η δεύτερη ιστορία αφορά ένα ριζοσπαστικό φοιτητή (Timothée Chalamet) και τη δημοσιογράφο (Frances McDormand) που τον βοηθά να γράφει το επαναστατικό του μανιφέστο. Το τρίτο αναφέρεται στην απαγωγή του γιου ενός αστυνομικού(Mathieu Amalric) από έναν γκάνγκστερ (Edward Norton)…
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η «Γαλλική Αποστολή» , δέκατη μεγάλου μήκους ταινία του Wes Anderson [«Rushmore» (1998), «The Royal Tenenbaums»(2001), «Moonrise Kingdom»(2012), «The Grand Budapest Hotel»(2014)] αποτελεί μια ωδή στον γαλλικό κινηματογράφο- με σαφείς αναφορές στους Tati, Godard και Truffaut- αλλά και ένα φόρο τιμής στη δημοσιογραφία της παλιάς σχολής και ιδιαίτερα στους συντάκτες του περιοδικού ‘’New Yorker’’.
Υιοθετώντας τη δομή ενός περιοδικού, ο θεατής ξεφυλλίζει τις διαφορετικές του ενότητες του : ταξίδια (βόλτα με ποδήλατο στις χαρακτηριστικές γωνιές της πόλης), τέχνη (το πορτρέτο ενός ψυχοπαθή ζωγράφου), πολιτική (επανασχεδιασμός του Μάη του 68), γαστρονομία (ένα δείπνο που μετατρέπεται σε αστυνομική έρευνα) και μια νεκρολογία.
Το πρώτο άρθρο, ”The Concrete Masterpiece”, έχει μια σχετικά ξεκάθαρη αφήγηση για ένα ταλαντούχο ζωγράφο που βρίσκεται κλεισμένος σε φυλακή ύψιστης ασφάλειας , καταδικασμένος για δυο φόνους με αποκεφαλισμό. Είναι γυρισμένο ως επί το πλείστον σε μαυρόασπρη φωτογραφία, αλλά οι πίνακες παρουσιάζονται έγχρωμοι και είναι πραγματικά συναρπαστικοί — κάπου ανάμεσα στη μεγάλη τέχνη και την αφιλτράριστη έκφραση ενός διεστραμμένου μυαλού.
Η δεύτερη ιστορία ”Revisions to a Manifestο” είναι χαριτωμένη αλλά δραματουργικά ισχνή .Η τρίτη “The Private Dining Room of the Police Commissioner” παρουσιάζει ένα συγγραφέα (Jeffrey Wright) σε ένα talk show της δεκαετίας του 1970 που συζητά για ένα άρθρο που έγραψε χρόνια πριν, που αφορούσε έναν σεφ και μια απαγωγή. Σε αυτή την εξιστόρηση υπάρχουν τεμνόμενα χρονικά επίπεδα: υπάρχει το αρχικό περιστατικό, υπάρχει η ανάμνηση του περιστατικού (το άρθρο) και υπάρχει η ανάμνηση της ανάμνησης του περιστατικού. Η αφήγηση γίνεται τόσο υπερφορτωμένη που ο θεατής δυσκολεύεται να την ακολουθήσει.
H «Γαλλική Αποστολή» είναι αναμφισβήτητα ένα καθηλωτικό υπερθέαμα, καλοδουλεμένο, ευφάνταστο, σχολαστικά σχεδιασμένο και εκπληκτικά σκηνογραφημένο που σε αφήνει άφωνο με τον παροξυσμό των οπτικο-ακουστικών παραμέτρων του. Από το πρώτο πλάνο γίνονται αναγνωρίσιμοι οι κώδικες της εγκεφαλικής κωμωδίας του Anderson : καυστικοί διάλογοι , μαύρο χιούμορ, ρετρό σκηνικά, ακίνητες λήψεις με τέλεια συμμετρία, πλάγιες και κάθετες κινήσεις της κάμερας , κίτρινοι τόνοι και άλλα παστέλ χρώματα και μουσική εμπνευσμένη από τον Érik Satie.
Από την άλλη πλευρά, η εικαστική σχολαστικότητα του Anderson αγγίζει την εμμονή καθώς ασχολείται πολύ περισσότερο με το στυλ παρά με την ουσία . Καταναλώνεται καλλιτεχνικά στην τεχνική και την τεχνογνωσία αλλά αδυνατεί να δώσει ψυχή στις ιστορίες του. Κάθε κάδρο ξεχειλίζει από ιδέες και εφευρετικότητα , στα όρια του κορεσμού, αλλά απουσιάζει η ανθρώπινη θέρμη και η νοσταλγία . Το σενάριο δημιουργεί ένα πυκνό και μπερδεμένο μωσαϊκό που δεν αφιερώνει αρκετό χρόνο στους πάμπολλους χαρακτήρες του –που παρελαύνουν με καταιγιστικό ρυθμό- για να τους κάνει ενδιαφέροντες ή να προκαλέσει την ενσυναίσθηση και τη συμπάθειά του θεατή .Όσο για τον κοινωνικό σχολιασμό του είναι περισσότερο ανάλαφρος, ανώδυνος και σκωπτικός παρά αιχμηρός και ουσιαστικά πολιτικός .
Η «Γαλλική Αποστολή» είναι μια οπτική απόλαυση και ένας αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που χάνεται. Όμως ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι το κινηματογραφικό σύμπαν του Wes Anderson γίνεται όλο και πιο ψυχρό, μηχανικό και εγκεφαλικό .Το φιλμ πάσχει από μια εξεζητημένα περίπλοκη αφήγηση και όσο κι αν είναι οπτικά διεγερτικό, απουσιάζει η πιο ουσιαστική απαίτηση του αφηγηματικού κινηματογράφου: το συναίσθημα. Αποτελεί ίσως μια επιβεβαίωση της ρήσης του συγγραφέα Dashiell Hammett : «Είναι η αρχή του τέλους όταν ανακαλύπτεις ότι έχεις στυλ».
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr