Μια κατά συρροή δολοφόνος προσπαθεί να ξεφύγει από τις αρχές, υποδυόμενη τον εξαφανισμένο έφηβο γιο ενός πυραγού.
Μεταφυσικό και ψυχολογικό δράμα που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό φεστιβάλ Καννών, σε μία από τις πιο συζητημένες βραβεύσεις στην ιστορία του θεσμού. Αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της 38χρονης γαλλίδας Ντικουρνό, μετά το επίσης αμφιλεγόμενο «Grave» (2016). Στη μικρής μέχρι τώρα έκτασης φιλμογραφία της, περιλαμβανομένης και της μικρού μήκους «Junior» (2011, διατίθεται ελεύθερα στο Youtube για όσους ενδιαφέρονται), η σκηνοθέτρια κινείται στον χώρο του λεγόμενου body horror.
Στη συγκεκριμένη κατηγορία ταινιών στόχος δεν είναι η δημιουργία αίσθησης τρόμου με τη συμβατική έννοια, αλλά περισσότερο η αίσθηση ενόχλησης, αναστάτωσης και δυσφορίας. Η σκηνοθέτρια εκφράζει δηλαδή την ιδιαίτερη γοητεία που της ασκεί το παραμορφωμένο/ άρρωστο/ τραυματισμένο/ εκτρωματικό σώμα, χωρίς όμως ν’ ακολουθεί τα κλισέ του είδους του τρόμου- αντιθέτως εντάσσοντας αυτή την εμμονή της σε αφηγήσεις που διασταυρώνονται με άλλα είδη, όπως η ταινία ενηλικίωσης.
Εδώ φτιάχνει ένα ομολογουμένως γοητευτικά αλλόκοτο σύμπαν, σαν απότοκο υβρίδιο των Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Ντέιβιντ Λιντς και Τζον Κάρπεντερ (ακόμη και του Λεός Καράξ), που μιλάει για το σώμα, το φύλο, τη γονικότητα, την επιθυμία, έστω κι αν μοιάζει να μην ξέρει ούτε και το ίδιο τι ακριβώς θέλει να πει για ολ’ αυτά.
Ενώ δηλαδή τόσο η Ρουσέλ όσο κι ο Λαντόν δίνουν συγκλονιστικές ερμηνείες, ως η ήδη από παιδί διαταραγμένη χορεύτρια κι ο απελπισμένος πατέρας αντιστοίχως, η ταινία μοιάζει να απολαμβάνει υπερβολικά την -πληθωρικά στημένη, αλλά σεναριακά αναληθοφανή- εκζήτησή της, ξεχνώντας να της προσδώσει την επιπλέον στόχευση και διάσταση που θα την καθιστούσαν πιο συγκροτημένη και παραγωγική.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr