Μενού

ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ - Ιφιγένεια Καλαντζή

Εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα «Για να δει τη θάλασσα» (2010), της Ευγενίας Φακίνου, η Αγγελική Αντωνίου (Έντουαρτ/2006) σκηνοθετεί την «Πράσινη Θάλασσα» (2020), όπου η σαρανταπεντάρα Άννα (Αγγελική Παπούλια), βρίσκεται μυστηριωδώς σε κατάσταση πλήρους αμνησίας, δίχως γεύση και οσμή. Περιφερόμενη ως φάντασμα στην αγορά του κέντρου της Αθήνας, επιχειρεί να ενεργοποιήσει μνήμες, μυρίζοντας φρέσκα λαχανικά και αρωματικά φυτά. Σ’ ένα μαγαζί με μπαχαρικά, πληροφορείται πως σε κάποια ταβέρνα ζητούν μαγείρισσα. Στις ερημιές της βιομηχανικής ζώνης του Ασπρόπυργου, συναντά τον ταβερνιάρη Ρούλα (Γιάννης Τσορτέκης), έναν μοναχικό πικρόχολο γκέι, πρώην μουσικό σε σκυλάδικα, με μοναδική παρέα τον Θρύλο, έναν κατάλευκο μαλλιαρό σκύλο. Ο Ρούλα προτείνει στην Άννα ελάχιστη αμοιβή, μαζί με στέγη και τροφή, με την υποχρέωση να του μαγειρεύει καθημερινά απλά φαγητά, δίχως γαστριμαργικές απαιτήσεις, για τους εργάτες της περιοχής. Μαθημένοι οι θαμώνες από τα προτηγανισμένα που τους σέρβιρε ο Ρούλα, ανακαλύπτουν στην συνεσταλμένη Άννα μια χρυσοχέρα μαγείρισσα, που περιποιείται με ποιοτική στοργή τα πιο απλά φαγητά, δίνοντας στον τηγανητό κεφτέ άρωμα με δυόσμο και ούζο, ενώ έχει το χάρισμα, μέσα από γευσιγνωστικές αποχρώσεις, να ταξιδεύει τους μύστες στις γεύσεις των παιδικών τους χρόνων. Στον αντίποδα της δικής της αμνησίας, όσοι τρώνε τα φαγητά της ανασύρουν ξεχασμένες μνήμες, αγαλλίασης ή πίκρας, ανάλογα με το πόσο αλμυρά, γλυκά, ξινά, πικρά και καυτερά είναι. Τα φαγητά της γίνονται ανάρπαστα και οι πελάτες υποκλίνονται στην Άννα, την «ξαδέρφη» του Ρούλα, αποκαλώντας την «Μπέκαμ της κουζίνας» και «Μπομπ Μάρλεϊ του κεφτέ». Τη συντροφιά συμπληρώνουν ο νεαρός Νικήτας (Χρήστος Κοντογεώργης) και ο ηλικιωμένος αγιογράφος Κυριάκος (Τάσος Παλαντζίδης), που προσφέρθηκε να ζωγραφίσει στην ταβέρνα του Ρούλα τον κήπο της Εδέμ, με αντάλλαγμα φαγητό και στέγη, ως άλλος Θεόφιλος. Ο Κυριάκος γίνεται βοηθός της Άννας και αυτή, πλήρως ενταγμένη στη νέα της οικογένεια, εμπνέεται από την «πράσινη θάλασσα» της ζωγραφιάς του, για να μαγειρέψει θεσπέσιο σπανάκι με σουπιές και πιπεριές, αλλά και πικάντικο σπεντζοφάι, σε μεξικάνικη τσίλι εκδοχή, ανάβοντας το κέφι της παρέας. Επιχειρώντας να φτιάξει σπέσιαλ μελόπιτα Σίφνου, δοκιμάζει εκστασιασμένη μέλι, δηλώνοντας πως ένιωσε «σαν να την φίλησε ένας άντρας, σε μπαλκόνι με ανθισμένες μαργαρίτες».


Εξασκημένη στη λανθιμική αποστασιοποίηση, η Παπούλια ενσαρκώνει ανέκφραστη την λιγομίλητη πρωταγωνίστρια που πάσχει από αμνησία, όσο η κάμερα εστιάζει στο πρόσωπό της, στη σκηνή που καθισμένη στην κουζίνα, ακούει έκπληκτη αλλά ικανοποιημένη, τις πρώτες επευφημίες για τη μαγειρική της. Η κινηματογράφηση μέσα από μετωπικά σταθερά πλάνα αναδεικνύει τις έμπειρες κινήσεις της, καθώς μαγειρεύει πάνω από αχνιστές κατσαρόλες, ενώ μέσα από πολύ κοντινά βλέπουμε πώς ψιλοκόβει σέλινο και άλλα μυρωδικά. Στο μουντό σκηνικό ξεχωρίζει φορώντας πότε κόκκινη αθλητική φόρμα, ποδιά με ροζ φλαμίνγκο, πλουμιστά τσιμπιδάκια και λιπ γκλος, που της χάρισε ο Νικήτας.

Παράλληλα με τον άξονα γεύση-μνήμη, συνυπάρχει η μουσική διάσταση ικανή εξίσου να διεγείρει αναμνήσεις. Πρώην κιθαρίστας ωδείου ο Ρούλα, που «πέρασε από τον Μπαχ, στα τσιφτετέλια, στους καρσιλαμάδες και στα σκυλάδικα», θέλει να απομακρύνει τα «χαμένα» αυτά χρόνια και έχει απαγορεύσει τη μουσική στην ταβέρνα, κρατώντας το τζουκ μποξ εκτός πρίζας, ενώ διώχνει ένα τσιγγανόπουλο με μελόντικα, επειδή «δολοφόνησε» το Φυρ Ελίζ του Μπετόβεν.

Εξέχουσα θέση στην ταινία κατέχει η πρωτότυπη μουσική του Μίνωα Μάτσα, συνδεδεμένη με την πρωταγωνίστρια, υπογραμμίζοντας σε μικρές δόσεις κάθε προσπάθεια ανάκλησης της μνήμης της. Ρυθμικά κρουστά, άρπα και ακορντεόν ξεχωρίζουν για να αποδώσουν την αφοσίωσή της, καθώς πλάθει κεφτέδες, ενώ μουσικές φράσεις ενισχύουν ανάγλυφα τον χαρακτήρα της, όταν σφουγγαρίζει ή παρατηρεί τον Ρούλα να διαβάζει στο τροχόσπιτό του. Η αρμονική ένταση του ακορντεόν τονίζει την ερωτική έξαψη Άννας και Νικήτα, που ξεκαρδίζονται στα γέλια, στο πρώτο ραντεβού τους στο λούνα παρκ. Στις πρωτότυπες συνθέσεις συγκαταλέγονται και οι μουσικές του τζουκ μποξ, το αργεντίνικου τύπου τανγκό, με ακορντεόν και σφυρίγματα, που χορεύουν Άννα και Νικήτας στην άδεια ταβέρνα, το ζεϊμπέκικο που χορεύει η χυμώδης κομμώτρια και το τσιφτετέλι που χορεύει μοναχή της η Άννα, ανακαλώντας και τη σκηνή αραβικού χορού του πρωταγωνιστή στον «Εραστή της κομμώτριας» (1990/Πατρίς Λεκόντ).


Η Αντωνίου ζωντανεύει γλαφυρά έναν ολόκληρο μικρόκοσμο στο προλεταριακό περιθώριο, γεμάτο αυθεντική λαϊκή φινέτσα, μέσα από μουντά χρώματα μπλε-γκρι και χακί αποχρώσεων, θυμίζοντας έντονα το αυτόνομο περιβάλλον μιας «άτυπης» οικογένειας απόκληρων, στο «Ψωμί και τουλίπες» (2000/Σίλβιο Σολντίνι). Παράλληλα, το αισιόδοξο μοντέλο συλλογικότητας που προτείνεται έχει έντονο άρωμα παρόμοιας αλληλεγγύης στο περιθώριο, με το βαθιά ανθρωποκεντρικό σινεμά του πρόσφατα εκλιπόντος Κυριάκου Κατζουράκη, που το όνομά του φέρει συμπωματικά και ο περιπλανώμενος αγιογράφος της ταινίας. Συγγένειες χαράζονται και με την κουβανέζικη ταινία «Λίστα Αναμονής» (2000/Χουάν Κάρλος Τάμπιο) που περιγράφει μια ουτοπική κοινωνία αρμονικής συνύπαρξης. Ακολουθώντας την έμφυτη γλυκιά ευγένεια που ανέδυε η γιαπωνέζικη ταινία «Το γλυκό φασόλι» (2015/Ναόμι Καβάσε), η ταινία της Αντωνίου περιβάλλεται από τη νευραλγική σχέση γεύσης-μνήμης, που είχε επίσης διερευνηθεί διεξοδικά τόσο στο ισραηλινό δράμα «Κρυφή συνταγή» (2017/Οφίρ Ραούλ Γκράιτσερ), όσο και στη στυλιζαρισμένη κομεντί επιστημονικής φαντασίας «Η αίσθηση του έρωτα» (2011/Ντέιβιντ Μακένζι), όπου η ερωτική σχέση ανάμεσα σε μια επιδημιολόγο και έναν μάγειρα δοκιμάζεται στη δύσκολη συνθήκη μιας πανδημίας, που στερεί στο ανθρώπινο είδος σταδιακά όσφρηση, γεύση, ακοή και όραση.

Η ταινία της Αντωνίου μας υπενθυμίζει πως φιλία και κοινωνική αλληλεγγύη δημιουργούνται και λειτουργούν μονάχα σε άμεση, δια ζώσης, αλληλεπίδραση με τους άλλους. Διαπίστωση που ταυτόχρονα αποτελεί πολιτική σκέψη μιας παλιότερης εποχής που κινδυνεύει να χαθεί ανεπιστρεπτί, στο κατώφλι της νέας βιοπολιτικής εποχής, στα χρόνια της πανδημικής κρίσης, όπου η ανθρώπινη επικοινωνία διεκπεραιώνεται όλο και περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Παρά τη γκρίνια, ο Ρούλα παρακινείται από τις παρατηρήσεις της Άννας και αποφασίζει να βάλει τάξη στο χάος, επιχειρώντας να απαγκιστρωθεί από το τραυματικό παρελθόν του, με μια ενδεικτική τελετουργική κίνηση κάθαρσης, καίγοντας όσα πλέον θεωρεί άχρηστα. Και η Άννα αντίστοιχα, σε αναζήτηση ταυτότητας στο μεταίχμιο ολοκληρωτικής επανεκκίνησης, αφήνεται να αλλάξει από την περίεργη αυτή συνεύρεση και παρά το εκλεπτυσμένο περιβάλλον από το οποίο προέρχεται, όταν επιστρέφει στο γεμάτο βιβλία διαμέρισμά της, προτιμά να πιει τσίπουρο σε λαϊκό καφενείο, ανακαλώντας τη ζεστασιά των ανθρώπων που ανιδιοτελώς την προσέγγισαν, αγνοώντας, όπως και η ίδια εξάλλου, ποια ήταν ως τότε. Σε αυτό το απροσδόκητο γύρισμα της τύχης αναφέρεται η «Πράσινη Θάλασσα», που μπλέκει τις τροχιές άγνωστων ανθρώπων, χαράζοντας νέες φιλίες και έρωτες, μέσα από γεύσεις, μυρωδιές, χρώματα και αγκαλιές. Στην ταινία, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της ηθοποιού Χρύσας Σπηλιώτη, που χάθηκε μαζί με τον σύζυγό της στην πυρκαγιά στο Μάτι, το 2018, εμφανίζεται και η αγαπημένη της φίλη Αννέτα Παπαθανασίου, σε μικρό ρόλο, ενώ οι τίτλοι τέλους σφραγίζονται από το ατμοσφαιρικό «Athens» των Planet of Zeus.

Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στην ιστοσελίδα edromos.gr

Smart Search Module