Ορεινή Κρήτη, 1958. Η φτωχή μα εργατική οικογένεια Αγγελιδάκη κάνει ένα υπερφιλόδοξο άλμα, από το εμπόριο λαδιού στην εκμετάλλευση… πετρελαίου (!), αποκτά τεράστια πλούτη και ανέρχεται στην ελληνική κοινωνία. Τα λεφτά, όμως, δεν φέρνουν την ευτυχία…
Αν και δεν υπάρχει επίσημη αναφορά σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα, το «Λούγκερ» του Κώστα Χαραλάμπους αποτελεί μία άτυπη βιογραφία της γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας Μαμιδάκη (η οποία ίδρυσε την εταιρεία Jet Oil). Το μήνυμα του έργου είναι προφανές. Τα πλούτη (ενίοτε) έχουν τη δύναμη να καταστρέφουν τους ανθρώπους. Απλά, με αυτό το φιλμικό αποτέλεσμα, δεν χρειαζόταν να υποβιβάσουν τόσο και την υπόληψή τους…
Ο αφηγηματικός σκελετός του φιλμ αναπηδά από το παρελθόν της οικογένειας στα πάτρια εδάφη, σε μία νοσοκομειακή «υποπλοκή» στην Αθήνα του 1984, όπου μέλος της οικογένειας νοσηλεύεται μετά από ατύχημα και μοιράζεται (ανεξήγητα γιατί) δίκλινο δωμάτιο με τυχαίο ασθενή λαϊκών καταβολών και με έφεση στην αθυροστομία (ή το «πέσιμο» στις νοσοκόμες)! Ο τόνος των συγκεκριμένων σκηνών, μαζί με την ερμηνεία του Ερρίκου Λίτση, παραπέμπουν σ’ ένα είδος «comic relief» που μοιάζει να ήρθε από άλλη ταινία και σε υποψιάζει (από πολύ νωρίς) για το φιάσκο ολόκληρου του εγχειρήματος, το οποίο θα ήθελε να σταθεί σαν δραματική saga φαμίλιας, όμως, καταλήγει να είναι ένα camp fest τηλεοπτικής αισθητικής σειράς της δεκαετίας του ’90.
Να επισημανθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου πενηντάλεπτου του έργου που αφορά στο παρελθόν και τη δράση στα πάτρια εδάφη, διαδραματίζεται στην… κοινή αυλή της οικογένειας, με στιγμές απείρου κάλλους (ειδικά εκείνες των σεξουαλικών περιπτύξεων) και στοιχεία «ντοπιολαλιάς» για να μην ξεχνάμε το couleur locale της υπόθεσης. Τα «περήφανα» ‘80s του ΠΑΣΟΚ και της «υπέρμετρης κοινωνικής ανόδου» (κατά το δελτίο Τύπου) στην Αθήνα, περιορίζονται σε σεκάνς «έξαλλης» nightlife που πάντοτε λαμβάνουν χώρα στο El Convento Del Arte του Μεταξουργείου, με μία essence «καμπαρετζίδικης» παρακμής, η οποία μόνο το μειδίαμα μπορεί να προκαλέσει. Το υπόλοιπο μέρος της «χλιδής» καλύπτουν εσωτερικά πλάνα σε βίλες αμφιβόλου γούστου, κατά τα στερεότυπα του νεοελληνικού πλουτισμού (κοινώς, εκεί έχει γίνει δουλίτσα…).
Ερμηνευτικά, το σύνολο του καστ βρίσκεται στα όρια της παρωδίας, με μελοδραματικούς «χρωματισμούς» που σε κάνουν να νοσταλγείς τις εποχές της τηλεοπτικής «Λάμψης» (όπου, έστω, το ζούσες το fun της υπόθεσης, σε αντίθεση με τη λανθάνουσα σοβαροφάνεια της καθοδήγησης του Χαραλάμπους εδώ). Αν και σε μικρό ρόλο, διακρίνεται μία υποψία αυτοσαρκασμού (και εσωτερικού χαβαλέ) στο παίξιμο της Έφης Γούση, ενώ απόλυτο highlight αποτελεί η… αγέραστη και απέθαντη γιαγιά της Μαίρης Σταυρακέλλη. Δεν περιγράφω άλλο!
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr