Οι συμπτώσεις και οι τυχαίες συναντήσεις, δοσμένες πάντα με φαντασία και μια λεπτή δόση ειρωνείας, είναι τα θέματα των ταινιών του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ριουσούκε Χαμαγκούτσι – φτάνει να θυμηθούμε την προηγούμενη ταινία του Asako I & II, που είδαμε στις Κάνες το 20218, που καταπιανόταν με παρόμοια θέματα.
«Συμπτώσεις και φαντασία» είναι και ο πραγματικός τίτλος της θαυμάσιας νέας ταινίας του, «Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας» (Μέγα Βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Βερολίνου), όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά, ενός τρίπτυχου με ηρωίδες γυναίκες, με μια αφήγηση κι ένα ρυθμό που φέρνουν στο νου τις ταινίες τόσο του συμπατριώτη του Χαμαγκούτσι, Γιασουτζίρο Όζου, όσο και του Γάλλου Ερίκ Ρομέρ. Τρεις, βουτηγμένες σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, ιστορίες γύρω από ένα ερωτικό τρίγωνο: τη μπερδεμένη ερωτική αποπλάνηση ενός καθηγητή από μια φοιτήτρια που αναλαμβάνει να τον παγιδεύσει για λογαριασμό του φίλου της, και η τυχαία συνάντηση μιας πρώην φοιτήτριας με μια συνομήλικη της που την μπερδεύει με μια φίλη της.
Οι γυναίκες, όπως και στις προηγούμενες ταινίες του Χαμαγκούτσι, είναι οι πρωταγωνίστριες των ιστοριών του. Η ευγένεια, συχνά κρυμμένη πίσω από την απελπισία, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι τέσσερις γυναίκες της ταινίας, στα επεισόδια που τιτλοφορούνται, «μαγεία», «ανοιχτές πόρτες» και «ξανά», αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους: πάνω στον έρωτα, την απάτη, τη σύμπτωση.
Η πόρτα του καθηγητή που δείχνει να προσκαλεί τη φοιτήτρια πρέπει να παραμένει ανοιχτή, όπως απαιτεί ο καθηγητής, πίσω της όμως κρύβει αισθήματα, ενοχές και παρορμήσεις, που μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή: όπως όταν η φοιτήτρια (με τη Μόρι Κατσούκι να δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της ταινίας) διαβάζει ένα ερωτικά προκλητικό απόσπασμα από το βιβλίο του καθηγητή και τον οδηγεί σε απρόσμενη συμπεριφορά, για την οποία η φοιτήτρια αν και μετανιώνει, η τύχη, με μια ξαφνική ανατροπή, του ετοιμάζει διαφορετική πορεία.
Η πόρτα όμως του καθηγητή δεν είναι η μόνη που παραμένει ανοιχτή. Ο Χαμαγκούτσι ανοίγει κι άλλες πόρτες που αναγκάζουν τα πρόσωπά του να αποκαλύψουν κρυμμένες πτυχές του χαρακτήρα τους και των αισθημάτων τους. Στο πρώτο επεισόδιο, η πόρτα ανοίγει σ’ ένα ταξί, με μια από τις δυο γυναίκες, φίλες, να μιλάει για τη σχέση με το φίλο της, για να οδηγηθούμε στη σκηνή με τους τρεις τους σε ένα εστιατόριο, με την προδομένη, πληγωμένη όπως ανακαλύπτουμε, φίλη της, που θα μπορούσε (εδώ κάνει την εμφάνισή της η φαντασία) να αντιδράσει βίαια, τελικά όμως, να υποχωρεί στη «λογική» και την ευγένεια.
Η τελευταία πόρτα ανοίγει στη συνάντηση των δυο, πρώην συμφοιτητριών, που συναντιούνται τυχαία, ύστερα από μια επανένωση των φοιτητών, που εκμεταλλεύονται τη συνάντησή τους με ένα πράγματι εξαίρετο τρόπο (τον οποίο δεν θα αποκαλύψω) για να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους, σε μια διαδικασία που παίζει με τη μνήμη και την αλήθεια αλλά και τη διάθεση δημιουργίας και από τις δυο γυναίκες, σε απολαυστικές σκηνές (και δυο εξαιρετικές ερμηνείες) που μοιάζουν να έχουν αυτοσχέδιες – στοιχείο πρέπει να πω που συναντάμε στις ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη.
Με τον Χαμαγκούτσι να αφήνει ανοιχτή την πόρτα τόσο στα πρόσωπά του όσο και σε μας, για ένα στοχασμό πάνω στις αλήθειες και τα ψέματα και τον τρόπο που μπορούμε, σε μια σύγχρονη αστική κοινωνία, να τα αντιμετωπίσουμε για να μπορούμε να προχωρήσουμε.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr