Σπονδυλωτό φιλμ τριών ιστοριών με πρωταγωνιστές φίλες που μοιράζονται ένα απροσδόκητο κοινό, μια φοιτήτρια που θέλει να εκδικηθεί τον καθηγητή της και δύο παλιές συμμαθήτριες, οι οποίες επανενώνονται συνάπτοντας μια ιδιαίτερη σχέση. Η χαμηλότονη ποίηση του Όζου και οι ρομαντικές ανησυχίες του Ρομέρ σμίγουν σε ένα γλυκόπικρο ανθολόγιο από σινε-χαϊκού, τα οποία μας προκαλούν να συμφιλιωθούμε με τα προσωπικά ελαττώματα και τις αντιφάσεις μας, με αφορμή τρεις ιστορίες μεθυστικού ρομαντισμού.
Άραγε δεν έχουν ειπωθεί τα πάντα γύρω από την ερωτική επιθυμία και τον τρόπο που οι πληγές των σχέσεων σμιλεύουν το χαρακτήρα μας; Για ένα σκηνοθέτη όπως ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι («Η Διπλή Ζωή της Ασάκο»), ο οποίος υπηρετεί τη σχολή της αθόρυβης ποίησης του Όζου και των ρομαντικών ανησυχιών του Ρομέρ, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δε θα μπορούσε να είναι παρά ένα εμφατικό «όχι». Κάτι που αποδεικνύεται εν προκειμένω χάρη στο σπονδυλωτό του φιλμ, όπου αναπτύσσονται τρεις γλυκόπικρες ιστορίες με μοναδική κοινή συνισταμένη διαφορετικά ζευγάρια, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με το πιο αγαπημένο κλισέ των rom coms: την παρεξήγηση. Και αυτό είναι μόνο ένα από τα στερεότυπα του είδους, που μέσα από το φακό του Χαμαγκούτσι όχι απλώς δε μοιάζουν αναμασημένα, αλλά αποκτούν μια καθησυχαστικά οικεία αλήθεια.
Αθροιστικά, οι σύντομες αφηγήσεις της ταινίας συνθέτουν ένα ανθολόγιο από μελαγχολικά κινηματογραφικά χαϊκού, πυκνά σε νόημα αλλά με συναισθήματα που αφήνουν ένα έντονο, διαπεραστικό αποτύπωμα. Στην πρώτη ιστορία, δύο φίλες συνειδητοποιούν πως μοιράζονται με απροσδόκητο τρόπο έναν κοινό γνωστό. Έπειτα, στην καλύτερη βινιέτα όλων, μια φοιτήτρια επιχειρεί να εκδικηθεί έναν επιτυχημένο συγγραφέα-καθηγητή της, παγιδεύοντάς τον σεξουαλικά. Στο φινάλε, δύο παλιές συμμαθήτριες επανενώνονται τυχαία, μόνο για συνειδητοποιήσουν πως τα πράγματα μεταξύ τους δεν είναι όπως φαίνονται.
Οι άβολες καταστάσεις που είναι αναπόφευκτες σε μια σχέση και ο μαγικός ρόλος της τύχης, η οποία μπορεί να φέρει τη λύτρωση από το πουθενά, διασκεδάζοντας με τα παιχνιδίσματα της μοίρας, δίνουν τον τόνο αλλά δεν αποτελούν το μείζον στοιχείο της υπόθεσης. Οι μεγάλης έκτασης και μελετημένοι μέχρι τελείας διάλογοι, οι οποίοι εκφέρονται με ακρίβεια μετρονόμου, λειτουργούν ως πεδίο εκδήλωσης των ανομολόγητων παθών και βαθύτερων ελαττωμάτων που κρύβουν οι χαρακτήρες. Ανάμεσά τους ο βλαπτικός άκρατος εγωισμός, η σεξουαλική ανασφάλεια και η ντροπή που συνοδεύει το αδιόρθωτο λάθος. Και ενώ οι ήρωες του Χαμαγκούτσι, ειδικά το ζευγάρι της φοιτήτριας και του καθηγητή, υποκύπτουν σε οδυνηρά φάουλ, ο σκηνοθέτης δε σπεύδει να τους κρίνει. Αντίθετα, φέρνει σε σύγκρουση τα καλύτερα με τα χειρότερα χαρακτηριστικά τους, ώστε να καταστεί σαφές ότι καθορίζονται −όπως και όλοι μας− από τις αντιφάσεις τους. Είναι αυτές που προσδίδουν υφές στον ανθρώπινο ψυχισμό και εντυπώνουν την αντανάκλασή μας στο βλέμμα του Άλλου που τόσο αποζητούμε. Το μόνο που απομένει τότε, για όσο καιρός απομένει, είναι να αναμετρηθούμε με τα προσωπικά λάθη ώστε να «φτιάξουμε τις καρδιές μας, ειδάλλως ας πεθάνουμε», όπως λέει και ο πράκτορας Γκόρντον Κόουλ στο «Twin Peaks». Κάτι με το οποίο σίγουρα θα συμφωνούσε και ο Χαμαγκούτσι…
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr