Γιατί;
Σήκω να (μην) πάμε στα Καλάβρυτα
Ο Νικόλας Δημητρόπουλος είναι σκηνοθέτης που εργάζεται τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976, αλλά έζησε τα περισσότερα χρόνια του στο Λονδίνο. Σπούδασε οικονομικά στο UCL, όμως γρήγορα αφοσιώθηκε στη σκηνοθεσία. Έχει σκηνοθετήσει πολλές διαφημίσεις, τρεις ταινίες μεγάλου μήκους και πολλές τηλεοπτικές σειρές. Οι προηγούμενες δύο μεγάλου μήκους ταινίες του είναι το «Alter Ego» (2007) με τους Σάκη Ρουβά και Δανάη Σκιάδη και το «180 μοίρες», με τους Παναγιώτα Βλαντή, Μιχάλη Μαρίνο και Βλαδίμηρο Κυριακίδη.
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λίγες μόλις ημέρες πριν από την έξοδό της στους ελληνικούς κινηματογράφους. Είναι η τελευταία ταινία στην οποία εμφανίστηκε ο Max von Sydow, καθώς πέθανε σε ηλικία 90 ετών στις 8 Μαρτίου του 2020. Πρόκειται για μια από τις πιο ακριβές παραγωγές που γυρίστηκαν ποτέ στη χώρα μας. Πάνω από 600 κομπάρσοι συμμετείχαν στα γυρίσματα. Για τις ανάγκες του φιλμ χτίστηκε μια ακριβής ρέπλικα του σχολείου που κάηκε στα Καλάβρυτα, στους χώρους του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού. Και στα οπτικά εφέ της ταινίας δούλεψαν άνθρωποι, που στο βιογραφικό τους έχουν συμμετοχές σε ταινίες Χάρι Πότερ και στο Inception!
Η υπόθεση: Προκειμένου να αντιμετωπίσει το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για πολεμικές αποζημιώσεις που έχουν να κάνουν με την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, η γερμανική κυβέρνηση αναθέτει την υπόθεση στην πετυχημένη δικηγόρο Καρολάιν Μάρτιν. Αν δικαιωθεί η ελληνική κυβέρνηση, θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, και όλοι οι λαοί που τράβηξαν τα πάνδεινα από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, θα ζητήσουν αποζημιώσεις, όπερ σημαίνει μεγάλο ξόδεμα χρημάτων για τους Γερμανούς. Κάτι που, εννοείται, οι Γερμανοί δεν θέλουν με τίποτε να συμβεί. Οπότε, επιλέγουν την καταλληλότερη για την υπόθεση.
Για να έχει καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων, η δικηγόρος αποφασίζει να επισκεφτεί την Ελλάδα. Ψάχνει για κάποιον επιζήσαντα από τη Σφαγή των Καλαβρύτων, η οποία έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου του 1943. Και με τα πολλά, σχεδόν τυχαία, βρίσκει. Τον Νικόλα Ανδρέου. Πόσο θα την επηρεάσει αυτή η συνάντηση;
Η άποψή μας: Τούτη εδώ η ταινία είναι εκείνη που προκάλεσε τον μεγαλύτερο θόρυβο από όλες όσες παίχθηκαν στο 62ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θόρυβο, που ξεκίνησε πριν καν αρχίσει να προβάλλεται! Ένα άρθρο στο Variety, η αντίδραση ανθρώπων της Ένωσης Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και η ύπαρξη στην ταινία ενός Αυστριακού στρατιώτη, ενός ναζί, που είναι... καλόκαρδος και σπάζει την αλυσίδα από το σχολείο που καίγονταν, απελευθερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα που υπήρχαν μέσα σε αυτό, προκάλεσαν το σχετικό σούσουρο. Για να επιμείνουμε λίγο παραπάνω σε αυτό.
Αναφέρει η σύνοψη στο δελτίο τύπου της εταιρίας που διανέμει την ταινία: «Όσο ο Νικόλας εξιστορεί τα γεγονότα του παρελθόντος, οι δυο τους (σημείωση: εννοεί την δικηγόρο) θα αντιπαρατεθούν με τις προσωπικές τους προκαταλήψεις και πεποιθήσεις σε μια επίπονη αναμέτρηση που θα τους φέρει πιο κοντά. Το καθαρτήριο αυτό ταξίδι μέσα από ένα σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας θα καταλήξει στην αναγνώριση μιας αμοιβαίας ανάγκης: την αναζήτηση της ελπίδας». «θα αντιπαρατεθούν με τις προσωπικές τους προκαταλήψεις»;;;; WTF!!!
Στην μιας πρότασης σύνοψη της ταινίας, στο Cinando, την πλατφόρμα μέσω της οποίας όλοι οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι του εξωτερικού (μεταξύ των οποίων κι εγώ) είδαμε την ταινία, αναφέρεται: «Humanity can raise hope even in the darkest chapters of history». Οι δημιουργοί τονίζουν πως είναι μια ταινία μυθοπλασίας, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Μια χαρά και εύγε και ζήτω. Εννοείται πως ο καθένας μπορεί να γυρίσει ό,τι ταινία γουστάρει. Από τη στιγμή που βρει παραγωγούς – ιδιώτες ή κρατικούς φορείς – οι οποίοι θα πειστούν, πραγματικά, ο κάθε ένας μπορεί να γυρίσει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του.
Πάμε τώρα στις περιπτώσεις των ταινιών, που βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα: και πάλι πλήρης ελευθερία. Μπορεί ο σκηνοθέτης να χειριστεί την ίδια την Ιστορία όπως γουστάρει. Μπορεί να της αλλάξει τα φώτα: διάολε, ο Tarantino έβαλε τον Χίτλερ να δολοφονείται στο Παρίσι, στο «Άδωξοι Μπάσταρδη». Από τη στιγμή που επιλέγει τη μυθοπλασία κι όχι το ντοκιμαντέρ, είναι πραγματικά ελεύθερος να γυρίσει ό,τι θέλει! Το εμπεδώσαμε αυτό, έτσι; Πάμε στο παρασύνθημα. Ως κριτικός, ως θεατής, ως και τα δύο, επιτρέπεται, βλέποντας μια ταινία μυθοπλασίας, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, να αναρωτηθείς αν αυτή υποκύπτει σε ηθικό ολίσθημα;
Πολύ συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο «αυτή η ταινία είναι τίμια». Επιτρέπεται να κρίνουμε αν μια ταινία είναι τίμια; Οπωσδήποτε! Όχι απλά επιτρέπεται, επιβάλλεται. Όπως ο κάθε δημιουργός έχει την ελευθερία να γυρίσει ό,τι του καπνίσει, έτσι και ο κριτικός έχει την ελευθερία να την κρίνει σε πάνω από ένα επίπεδα. Κι εδώ τίθεται θέμα ηθικής τάξης. Το διακύβευμα νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό. Και είναι η απάντηση στην ερώτηση: γιατί; Γιατί σε αυτήν την συγκεκριμένη ταινία, που καταπιάνεται με μια κατάμαυρη σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, να υπάρχει ο ναζί που απελευθερώνει τα γυναικόπαιδα; Ντε και καλά να μετατραπούμε σε Δήμοι Σταρένιοι; Οι Γερμανοί (έστω, οι Αυστριακοί) είναι φίλοι μας;
Η συγκεκριμένη επιλογή λοιπόν δεν είναι καθόλου αθώα. Ούτε αφελής. Έγινε επί τούτου. Ελπίζω, όχι για ξέπλυμα των ναζί, σε μια πολύ ευαίσθητη περίοδο, με την ακροδεξιά να κηρύττει παντού μηνύματα μίσους. Όχι. Μάλλον τα κίνητρα είναι πιο... ταπεινά... Άλλο λοιπόν να παίρνεις να κάνεις ταινία τους «300» για την Μάχη των Θερμοπυλών και να βάζεις, ποιητική ή μυθοπλαστική αδεία, τα πάντα στο μπλέντερ για να κάνεις το όλον πιο... εντυπωσιακό κι άλλο να φτιάχνεις μια ταινία για ένα ιστορικό γεγονός από το οποίο έχουν περάσει μόλις 78 χρόνια και να παίρνεις μια παράξενη πρωτοβουλία για να δείξεις ότι υπήρχαν και καλοί ναζί. Προφανώς, μέσα στα εκατομμύρια των φαντάρων, που υπηρετούσαν το Τρίτο Ράιχ, των χαμηλόβαθμων ή των υψηλόβαθμων αξιωματικών, θα υπήρχαν και κάμποσοι, ίσως και πάρα πολλοί, που όχι μόνον δεν ασπάζονταν τη ναζιστική ιδεολογία, αλλά όντως προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους κατά συνθήκη εχθρούς τους.
O Claus von Stauffenberg οργάνωσε μαζί με άλλους την Επιχείρηση Βαλκυρία, για τη δολοφονία του Χίτλερ, και δυστυχώς απέτυχε. Ήθελαν οι δημιουργοί τούτης της ταινίας να δείξουν έναν καλόψυχο ναζί; Μπορούσαν να το κάνουν με άλλους τρόπους. Όχι όμως με κάτι τόσο κρίσιμο, τόσο σημαντικό, τόσο καίριο. Δηλαδή, τι, για να έχει μεγαλύτερο ρόλο ο Αλειφερόπουλος; Δηλαδή, πω, πω, κακή η Χούντα αλλά να, έκανε δρόμους ή να, κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές; Ήμαρτον και φάουλ λοιπόν αυτή η κρίσιμη απόφαση. Δυστυχώς, για τον Δημητρόπουλο, το «σκάνδαλο» είναι το μικρότερο από τα προβλήματα της ταινίας του. Ευτυχώς για τον ίδιο, ο κόσμος θα πάει να δει την ταινία. Ό,τι και να γραφτεί για αυτήν. Το «σκάνδαλο» μια χαρά την έκανε τη δουλειά του.
Κάτι τελευταίο για αυτό το θέμα: έτσι κι αλλιώς, η ταινία θα προκαλέσει συζητήσεις. Τα περί μηνύσεων, απαγορεύσεων και τα τοιαύτα, μακριά από εμάς: είναι απλώς απαράδεκτα. Αλλά, όπως σημείωσε κι ένας φίλος στο fb: «Ο συμβολισμός όμως; Αλήθεια τώρα, μέσα στη φρίκη του πολέμου ένα παράθυρο ανθρωπιάς; Αυτό θα πει ο υπεύθυνος πωλήσεων της ταινίας όταν θα προσπαθήσει να την πουλήσει στους Γερμανούς και Αυστριακούς διανομείς;».
Πάμε τώρα στα της ίδιας της ταινίας ως ταινίας. Θαρρείς και ο σκηνοθέτης φοβήθηκε πως αν δραματοποιούσε περισσότερο τα πράγματα, θα τον κατηγορούσαν πως γύρισε μελόδραμα. Εδώ, υπάρχουν μεγάλα κομμάτια της ταινίας, όπου απλά αδιαφορείς. Όχι απλά δεν συγκινείσαι: αδιαφορείς. Η χρήση άλλοτε αγγλικών κι άλλοτε γερμανικών από τους Γερμανούς, είναι προβληματική. Τα εξόφθαλμα... φάουλ του σεναρίου, μπόλικα: τα τζάμια στο σχολείο που καίγεται, δεν... σπάνε. Γεμάτο τζάμια λέμε το σχολείο, τα έσπαγαν οι γυναίκες και κανένας ναζί δεν θα χρειαζόταν να σπάσει τις αλυσίδες για να τις απελευθερώσει. Στοιχισμένοι κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης οι άνδρες, ωραιότατα κατανεμημένοι στην πλαγιά μετά το πέρας της. 90 χρονών ο Νικόλας Ανδρέου του Max von Sydow στο φιλμικό παρόν, που έζησε τα γεγονότα ως πιτσιρικάς, νεότατη η σύζυγος του Αυστριακού, που όταν ο άνδρας της έσπαζε τις αλυσίδες, πρέπει να περνούσε τον μικρό Νικόλα καμιά 15αριά χρόνια!
Αλλά ας τα αφήσουμε κι αυτά τα φάουλ. Πού είναι οι χαρακτήρες; Πού είναι η δραματουργία; Πού είναι το σενάριο; Καθώς η ταινία εξελίσσεται σε δύο χρόνους ούτε το κομμάτι που λαμβάνει χώρα στο σήμερα αλλά, δυστυχώς, ούτε το κομμάτι που λαμβάνει χώρα στο 1943, πείθει, συγκινεί, σε κάνει να ενδιαφέρεσαι. Θαρρείς και οι δημιουργοί πίστεψαν πως από μόνη της η ιστορία είναι τόσο δυνατή, που δεν χρειάζεται να πασχίσουν για κάτι που θα έχει κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Και ναι, εκεί που όσοι βρίσκονται πίσω από την παραγωγή, βροντοφωνάζουν με όλο τους το είναι, πως μιλάμε για ταινία μυθοπλασίας, ο Δημητρόπουλος γυρίζει κάτι που παραπέμπει σε βιβλίο Ιστορίας! Παραχαραγμένης. Χα! Και συνεχίζουμε.
Από την αρχή αντιλαμβάνεσαι πως η δικηγόρος στο τέλος θα αλλάξει στάση. Αλήθεια, Ιστορία δεν διάβασε ποτέ της;;;;;;; Δεν γνώριζε τίποτε για τις θηριωδίες των ναζί; Αμ ο Γερμανός αξιωματικός, που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας τα αποτρόπαια αντίποινα; Εδώ, το πρόβλημα έχει να κάνει με την υποκριτική. Με τον ίδιο τρόπο που θα διάβαζε έναν τηλεφωνικό κατάλογο (οι μικρότεροι σε ηλικία, ψαχτείτε) με το ίδιο μπλαζέ ύφος διατάσσει την εκτέλεση. Κι ας κάνουμε μια μικρή (ιερόσυλη) σύγκριση: τι σχέση έχει η σκηνή της εκτέλεσης εδώ, με τη σκηνή της εκτέλεσης στο «Τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη; Αδιαφορία εδώ, τίποτα λιγότερο από το να νιώθεις συγκλονισμένος στο δεύτερο. Και καλά, εδώ, ο σκηνοθέτης επιτείνει την αγωνία με την χαριστική βολή που έρχεται... Αμ το άλλο; Αντάρτες σκότωσαν 77 ναζί κι έτσι, για αντίποινα, εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, οι 499 από τα Καλάβρυτα. Βλέπουμε πουθενά τη δράση των ανταρτών; Όχι. Μόνο στο μιλητό. Είναι δυνατόν;;;;;;;;;;
Αν ψάξουμε για θετικά, θα βρούμε: η ταινία είναι σαφέστατα καλογυρισμένη (μείον τα φάουλ), ο Max von Sydow είναι επιβλητικός ακόμα και στα ολοφάνερα τελευταία του (αλλά δεν έχει ρόλο – λειτουργεί ως στωικό σύμβολο), υπάρχουν σκηνές πραγματικά εντυπωσιακές (το δέντρο που καίγεται στην αρχή αλά Ταρκόφσκι, το άλογο που τρέχει με τη ράχη του στις φλόγες αλά Σπίλμπεργκ – εντάξει, συρματόπλεγμα είχε ο Αμερικάνος, αλλά και πάλι), αλλά ως εκεί. Πολλαπλό το κρίμα, γιατί μια μεγάλη ευκαιρία χάθηκε. Και για να προκύψει μια σπουδαία ταινία και για να μην προκαλέσει συζητήσεις για όλους τους λάθος λόγους. Το πιστεύω πραγματικά. Κρίμα. Ελπίζω η κυβερνησάρα μας να μην την επιλέξει ως την υποψηφιότητά μας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ του χρόνου! Ευτυχώς, φέτος έχουμε το «Digger»...
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr