Μενού

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ - Νίκος Παλάτος

Φτωχή Μεξικάνα μάνα ξεκινά οδοιπορικό αναζήτησης, προκειμένου ν’ ανακαλύψει τα ίχνη του εξαφανισμένου (άπαξ του φευγιού του για Αμέρικα) γιου της. Υπάρχει ελπίδα να τον βρει ζωντανό, άραγε;

Σε ένα γενικό πλαίσιο, δύο πράγματα κουβαλά σαν φήμη τούτο το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Φερνάντα Βαλάντες. Αφενός, έρχεται φορτωμένο μ’ ένα σωρό βραβεία από πολλά και διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, αφετέρου εξάρεται για τη συγκλονιστική του (λίγο προ του φινάλε) αποκάλυψη. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, πολύ συχνά στο FREE CINEMA έχουμε δείξει πως οι άπειρες φεστιβαλικές διακρίσεις μιας ταινίας δεν λένε απολύτως τίποτα (βλέπε, παραδείγματος χάρη, τις δύο ανάλογες της προηγούμενης μόλις εβδομάδας…), ενώ σε ό,τι έχει να κάνει με το δεύτερο, με το χέρι στην καρδιά αναφέρω πως ουδεμία τέτοια υφίσταται. Ελάχιστη προσοχή στην (καθόλου κρυφή) λεπτομέρεια θέλει, καθώς και μια κάποια art- house πείρα από πρόσφατης εσοδείας και απολύτου εγνωσμένης αξίας λατινοαμερικάνικες παραγωγές, ώστε να γίνει η κατάλληλη σύνδεση χρειάζεται (όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…), και ο περίφημος «συγκλονισμός» παραπέμπεται εις τις μεξικάνικες καλένδες.

Σε ένα πιο ειδικό πλαίσιο, τα «Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα» πάσχουν ανεπανόρθωτα στον τομέα της αφήγησης, με τα σκάρτα ενενήντα λεπτά διάρκειάς τους να μοιάζουν υπερβολικά πολλά για το στόρι που καλούνται να υπηρετήσουν. Πόσω μάλλον όταν η Βαλάντες δεν χάνει καθόλου χρόνο με εισαγωγές και συστάσεις, αλλά μπαίνει από το πρώτο κιόλας λεπτό στην υπόθεση της ταινίας, η οποία ανοίγει με την (σαν από όνειρο) αναχώρηση του έφηβου Χεσούς για την αμερικανική «Γη της Επαγγελίας». Δύο μήνες μετά κι αφού δεν έχει λάβει κανένα απολύτως νέο του, η μητέρα του, Μαγκνταλένα, καταφεύγει στις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές προκειμένου να δηλώσει την εξαφάνιση του. Επιβεβαιώνει στους αστυνομικούς πως ένα σακίδιο που έχει βρεθεί κοντά στα σύνορα ανήκει στον γιο της, κάτι που πολύ βολικά εκλαμβάνεται από τις Υπηρεσίες ως επιβεβαίωση του θανάτου του, κυρίως από τη στιγμή που ο καλός του φίλος και συνοδοιπόρος στο ταξίδι Ρίγκο έχει ήδη βρεθεί νεκρός. Αρνούμενη ν’ αποδεχτεί την υποψία ως αληθινό γεγονός και αντιλαμβανόμενη πως ουδεμία βοήθεια δύναται να λάβει από τους αρμόδιους, η Μαγκνταλένα ξεκινά ένα μοναχικό ταξίδι στην αφιλόξενη ενδοχώρα του Μεξικό, με την ελπίδα πως θα καταφέρει να βρει τι έχει συμβεί στο παιδί της.

1299 2

Η Βαλάντες υιοθετεί μια ενδιαφέρουσα οπτική στο αγαπημένο (εσχάτως) θέμα του world cinema, μιας και δεν εξετάζει το μεταναστευτικό πρόβλημα από την πλευρά εκείνου που φεύγει αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον μακριά από το σπίτι του, αλλά από τη σκοπιά εκείνων που μένουν πίσω. Επιλέγει ένα αποστασιοποιημένο, «κλινικό» σχεδόν τρόπο για ν’ αφηγηθεί την ιστορία της, κάτι που την κάνει να αποφύγει την παγίδα της… άγριας μελούρας, διαθέτει μια πρωταγωνίστρια (στο πρόσωπο της Μερσέντες Χερνάντεζ) η οποία σε κάνει να πιστεύεις πως πράγματι αναζητά τον γιο της (!), πετυχαίνει μερικές άψογες νυχτερινές λήψεις και… κάπου εκεί τελειώνουν τα καλά κι αρχίζουν τα προβλήματα.

Ολόκληρη η ταινία μοιάζει σαν ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι συναντήσεων αγνώστων στην Μαγκνταλένα ανθρώπων, ο καθένας εκ των οποίων κάποια πληροφορία ή συμβουλή έχει να της δώσει, με κανέναν εξ αυτών, όμως, να παίζει οποιονδήποτε επί της ουσίας ρόλο στην πλοκή. Το παράλληλο μοντάζ της αρχής, μέσω του οποίου συστήνεται άλλη χαροκαμένη μάνα που καλείται ν’ αναγνωρίσει το πτώμα του παιδιού της, σου αφήνει την βεβαιότητα πως κάποια σπουδαία σημασία θα έχει για τη συνέχεια, κάτι που ασφαλώς και δεν γίνεται. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για την μεγάλη υποπλοκή με τον νεαρό Μεξικανό που ακολουθεί αντίθετη από τον Χεσούς πορεία, ως άρτι απελαθείς από την Αμερική, ο δρόμος του οποίου θα διασταυρωθεί μ’ εκείνον της Μαγκνταλένα. Άπαξ της εμφανίσεώς του, το φιλμ τυλίγεται από αύρα διπλού μυστηρίου (με την εντελώς ευρεία έννοια του όρου), καθώς αυτός αναζητά την μητέρα που έχει χρόνια να δει. Κυρίως, όμως, η συνεισφορά του χαρακτήρα του περιορίζεται στο… ατελείωτο περπάτημα, το οποίο έρχεται ως συμπλήρωμα σ’ εκείνο της ταλαιπωρημένης μάνας, προσφέροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πολλά λεπτά πλήξης εν μέσω των ένθεν και ένθεν περιπλανήσεων. Η δε σκηνοθετική άποψη, να μην φαίνονται οι συνομιλητές – πληροφοριοδότες της Μαγκνταλένα, αλλά μόνο ν’ ακούγονται, καθώς η κάμερα μένει κατά κανόνα καρφωμένη πάνω της, μάλλον την αποξένωσή της έχει στόχο να τονίσει συμβολικά, καταλήγοντας περισσότερο να δείχνει σαν μια art-house δηθενιά. Κάτι σχεδόν ανάλογο ισχύει και για το σαν βγαλμένο μέσα από εφιάλτη (ή κι από το… «The Wicker Man») τελικό πλάνο, που από το πουθενά έρχεται να προσδώσει σε μια μέχρι τούδε νατουραλιστική ιστορία έναν αφηρημένο λυρισμό, ο οποίος δεν κολλάει με τίποτα στο πνεύμα της ταινίας, εγείροντας και ερωτηματικά για το τι ακριβώς μπορεί να συνέβαινε σε κάποιες από τις καταστάσεις / εικόνες που προηγήθηκαν!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ευγενικές προθέσεις κρύβει το ντεμπούτο της Φερνάντα Βαλάντες, οι οποίες χάνονται υπό το βάρος της σεναριακής ανεπάρκειας και της συνεπακόλουθης αφηγηματικής αδυναμίας. Όσοι παρακολουθούν πιστά το world cinema, ενδεχομένως ν’ ανακαλύψουν (για ακόμη μια φορά…) σε τούτα τα «Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα» τη (στερεότυπη) «δύναμη της εικόνας», μαζί με μία auteur που θ’ απασχολήσει περισσότερο τον φεστιβαλικό χώρο στο προσεχές μέλλον. Όπως και να ‘χει, πάντως, το timing εξόδου της ταινίας, την κάνει να μοιάζει σαν τον εντελώς φτωχό συγγενή της εβδομάδας.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module