Ύστερα από μια εκπληκτική παρουσία σε δυο, κλασικές σήμερα, περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας («Άλιεν» και «Μπλέιντ Ράινερ»), ο Βρετανός σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ έδειξε το ταλέντο του και σε περιπέτειες εποχής, με τις περισσότερες με ιππότες ήρωες («Ο μονομάχος», «Το βασίλειο των ουρανών»), που, εκτός από την εμπορική επιτυχία, ξεχώριζαν και για το με φαντασία και δεξιοτεχνία στήσιμο των σκηνών (αιματηρών συχνά) δράσης. Στοιχείο που συναντάμε και στη νέα του περιπέτεια, «Η τελευταία μονομαχία», βασισμένη σε ένα αληθινό γεγονός: την τελευταία, επίσημη, δικαστική μονομαχία (η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία του 14ου αιώνα, εποχή του Εκατοντάχρονου Πολέμου, όταν βασιλιάς ήταν ο Κάρολος ο 6ος).
Μονομαχία, μαζί και δίκη (μια και, σύμφωνα με τον ιπποτικό νόμο, ο νικητής είχε το δίκαιο με το μέρος του), ανάμεσα στον Ζαν Ντε Καρούς (πολύ καλός στο ρόλο ο Ματ Ντέιμον) και τον παλιό του φίλο και συναγωνιστή στις άγριες μάχες, Ζαν Λε Γκρι (με τον Άνταμ Ντράιβερ να δίνει με δύναμη τον ελκυστικό, που εντυπωσιάζει τις γυναίκες με τις γνώσεις του, ιππότη), μονομαχία με την οποία αρχίζει και τελειώνει η ταινία.
Αιτία για τη μονομαχία, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, είναι η κατηγορία από την πλευρά του Καρούς, ο βιασμός από τον Λε Γκρι της γυναίκας του, Μαργκερίτ (Τζόντι Κόμερ), η οποία, σύμφωνα πάντα με το νόμο της εποχής, αν ο σύζυγος σκοτωνόταν, απόδειξη ότι δεν υπήρξε βιασμός, αυτή θα καιγόταν στην πυρά! Ενδιάμεσα από την αιματηρή, άγρια αυτή μονομαχία, παρακολουθούμε, σε μια σειρά φλας-μπακ, στο στιλ του «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα, την πορεία της εξέλιξης της ιστορίας, για να ανακαλύψουμε την αλήθεια, αν πράγματι έγινε βιασμός ή αν σ’ αυτήν συναίνεσε η σύζυγος.
Μιας ιστορίας όπως την έζησαν και τη θυμούνται οι τρεις πρωταγωνιστές και όπως την περιγράφουν οι τρεις σεναριογράφοι της ταινίας: ο Ματ Ντέιμον και ο Μπεν Άφλεκ, για τις ιστορίες του Καρούς και του Λε Γκρι και η Νικόλ Χολοφσένερ για εκείνη της Μαργκερίτ.
Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκονται η πατριαρχία και ο μισογυνισμός που κυριαρχούσαν την εποχή των ιπποτών (και που δυστυχώς εξακολουθούν να κυριαρχούν και στον 21ο αιώνα), που ο Σκοτ αναπτύσσει με διάφορους τρόπους: από τον ανδρισμό και τον κώδικα τιμής στα πεδία των σκληρών, ανελέητων, αιματηρών μαχών (σκηνές στις οποίες ξεχωρίζει, όπως και στο παρελθόν, το εικαστικό ταλέντο και η δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη) μέχρι την υπεροψία των ανδρών, τον συνεχή αγώνα για απόκτηση εξουσίας και την ταπεινωτική θέση της γυναίκας στη ζωή τους (αντικείμενο ηδονής είτε στο κρεβάτι του άρχοντα είτε στα γλέντια των διάφορων οργίων, που διοργανώνουν ο Λε Γκρι και ο Δούκας Πιέρ Ντ’Αλανσόν, που τον ερμηνεύει με ξεχωριστή απόλαυση ο Μπεν Άφλεκ).
Τα δυο πρώτα φλας-μπακ, ιδωμένα από την πλευρά του Γκαρούς και του Λε Γκρι, που περιγράφουν πώς κατέληξαν στην κατηγορία για βιασμό, στη διάρκεια αρκετών χρόνων της ζωής των δυο αντρών, αλληλοκαλύπτονται σε αρκετές σκηνές που δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους και που δείχνουν μια στο ρυθμό της ταινίας, κάτι που, μέχρι σε ένα βαθμό, σε κάνει να την παραβλέψεις, η εξαιρετική, ατμοσφαιρική (που θυμίζει πίνακες εποχής) η φωτογραφία του Ντάριους Βόλσκι.
Το πιο ενδιαφέρον, τόσο από σεναριακής όσο και από κινηματογραφικής πλευράς, είναι το τρίτο επεισόδιο, η ιστορία από την πλευρά της Μαργκερίτ. Ιστορία βιασμού, που, από μια απλή φιλική, ίσως και με κάποιο απροσδιόριστο φλερτ από την πλευρά της Μαργκερίτ, αντιμετωπίζεται ως πρόσκληση για σεξ, από τον Λε Γκρι, και που απλά αποκαλύπτει την πραγματική αδιαφορία των δυο αντρών για το πραγματικό γεγονός, με τον καθένα να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον εαυτό του και τα δικά του αισθήματα:
Τον Γκαρούς ως ατιμασμένο σύζυγο που, ως προσβληθέντα, πρέπει να υπερασπίσει την τιμή του για την κακοποίηση στο απόκτημά του (γιατί η γυναίκα δεν ήταν παρά ένα απόκτημα για να γεννήσει απογόνους και να υπηρετεί τον άρχοντα-σύζυγο) και τον επαρμένο Λε Γκρι να θεωρεί τα χαμόγελα και τη φιλική συζήτηση, μαζί και το «όχι» της γυναίκας στην περίπτωση του σεξ, ως «ναι» στην πραγματικότητα. Αν και, με το ξαφνικό φινάλε του, ο Σκοτ αφήνει και κάποιο ερώτημα στο θέμα του βιασμού.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr