Το να γυρίσεις μια ταινία με έναν πρωταγωνιστή τόσο αντιπαθητικό όσο ο Ράσι και, παράλληλα, να κατορθώσεις το τελικό αποτέλεσμα να είναι άκρως γοητευτικό, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Είναι όμως κάτι που κατάφερε στο έπακρο ο Γιάρον Σάνι στο «Εγκλωβισμένος», δεύτερο μέρος της τριλογίας για την αγάπη (Love Trilogy), το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο το 2019, και λίγους μήνες μετά, προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο προαναφερθέντας Ράσι είναι αστυνομικός στο Τελ Αβίβ τα τελευταία 15 χρόνια. Είναι εξαιρετικός στην δουλειά του και οι συνάδερφοι του τον σέβονται. Την ίδια στιγμή όμως, είναι και, κατά κάποιον τρόπο, κοινωνικοπαθής, μιας και έχει συνηθίσει να γίνεται πάντα το δικό του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Η τάση του αυτή τον φέρνει σε δριμεία σύγκρουση με την θετή κόρη του, η οποία θέλει να γίνει μοντέλο, και την σύζυγό του, η οποία μάταια προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους δύο. Επιπλέον, κατά την διάρκεια μιας έρευνας ρουτίνας η οποία εκτυλίσσεται πολύ χειρότερα από ότι θα περίμενε, ο Ράσι καταλήγει να βρίσκεται κατηγορούμενος για σεξουαλική κακοποίηση, σε διαθεσιμότητα, και σε κατ’ οίκον περιορισμό, ιδίως μετά την αντίδρασή του απέναντι στα μέλη των Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας. Αναμενόμενα, ο Ράσι δεν μπορεί να διαχειριστεί σε κανένα επίπεδο την απώλεια ελέγχου της ζωής του.
Η πλειονότητα των κριτικών εξέλαβαν το «Εγκλωβισμένος» ως οικογενειακό δράμα. Στην πραγματικότητα όμως, το στοιχείο αυτό είναι απλώς η βάση που χρησιμοποιεί ο Σάνι για να παρουσιάσει το πορτραίτο ενός άνδρα του οποίου η εμμονή με το γίνεται πάντα το δικό του, οδηγεί τους ανθρώπους του κοντινού του περιβάλλοντος στο να τον αποξενώσουν, και τον ίδιο στην κατάρρευση. Η εξαιρετική απεικόνιση του συγκεκριμένου μοτίβου βασίζεται σε δύο παράγοντες κυρίως: στον έντονο ρεαλισμό όσον αφορά τόσο τους χαρακτήρες όσο και τα γεγονότα που εκτυλίσσονται κατά την διάρκεια της ταινίας, και στις εξαιρετικές ηθοποιίες. Η προσέγγιση του Σάνι σε αυτά τα δύο στοιχεία είναι εντελώς διαφορετική από τις συνήθεις πρακτικές, μιας και, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου: «Για σχεδόν ένα χρόνο, οι ηθοποιοί ζούσαν ως οι χαρακτήρες τους: βήμα βήμα, σε χρονολογική σειρά, χωρίς όμως να έχουν έχουν διαβάσει το σενάριο ή να γνωρίζουν ποιο θα είναι το επόμενο βήμα». Επιπλέον, ο Εράν Ναΐμ, που υποδύεται τον Ράσι, είναι πρώην αστυνομικός. Η γενικότερη αυτή προσέγγιση και το συγκεκριμένο κάστινγκ έχουν ως αποτέλεσμα την άκρως ρεαλιστική απεικόνιση του κεντρικού χαρακτήρα, τόσο ως αστυνομικού όσο και ως οικογενειάρχη, με τον Σάνι να αποφεύγει, επιπλέον, κάθε είδους κλισέ όσον αφορά την παρουσίαση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.
Εξίσου εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος που ο Σάνι «χτίζει» την κατάρρευση του Ράσι, τοποθετώντας τα γεγονότα που την προκαλούν μέσα στην γενικότερη ιστορία του φιλμ με ακρίβεια, διατηρώντας, κατ’αυτόν τον τρόπο, το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο καθόλη την διάρκειά του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τρόπος που η αρχική σκηνή συνδέεται με τις μετέπειτα ενέργειες του Ράσι είναι χαρακτηριστικό δείγμα της αρτιότητας της σκηνοθεσίας του Ισραηλινού, κάτι που ισχύει και για την σκηνή που αιτιολογεί την ύπαρξη του όπλου, η οποία κλείνει την ταινία με τον καλύτερο τρόπο, σε πλήρη αρμονία με την γενικότερη αισθητική της.
Η φωτογραφία των Σάι Σκιφ και Νιζάν Λότεμ αντικατοπτρίζει τόσο τον γενικότερο ρεαλισμό της ιστορίας όσο και την ψυχική κατάσταση του Ράσι εξαιρετικά, με το καδράρισμα να είναι προσαρμοσμένο σε κάθε σκηνή, ανάλογα με το περιεχόμενό της. Για ακόμα μια φορά, το απόγειο του συγκεκριμένου στοιχείου συναντάται στο φινάλε, το οποίο υπονοεί τα γεγονότα ευφραδώς χωρίς, όμως, να τα παρουσιάζει στην οθόνη.
Το μοντάζ του ίδιου του Σάνι δίνει ένα σχετικά γρήγορο ρυθμό στην ταινία, που ταιριάζει στην αφήγηση, με την μόνη ένσταση να βρίσκεται στο κομμάτι λίγο πριν το φινάλε, όπου μια σειρά από σκηνές θα μπορούσαν να είναι είτε πιο σύντομες είτε να απουσίαζαν εντελώς, μιας και απλά καθυστερούν το τέλος, χωρίς να προσθέτουν κάτι στην ιστορία. Το συγκεκριμένο «λάθος» όμως είναι απλά μια λεπτομέρεια, και σε καμία περίπτωση δεν ψέγει την γενικότερη εικόνα του φιλμ, με την τελική αίσθηση που αφήνει ο «Εγκλωβισμένος» να είναι μιας ωδής στον ρεαλισμό και παράλληλα, μιας άκρως ψυχαγωγικής ταινίας.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα asianmoviepulse.com