Η επιστροφή του συνταξιοδοτημένου Τζέιμς Μποντ στη νέα, και αποχαιρετιστήρια για τον ερμηνευτή του, Ντάνιελ Κρεγκ, περιπέτεια είναι και εντυπωσιακή (ωραία φυσικά ντεκόρ, έξοχα ειδικά εφέ) και γεμάτη, συνεχή, μεγάλης διάρκειας, δράση (είναι και η πιο μεγάλη σε διάρκεια ταινία μέχρι σήμερα του Μποντ, με τις 2 ώρες και 43 λεπτά της!). Το ενδιαφέρον της όμως, λυπάμαι να πω, σταματά εδώ.
Ας αρχίσουμε όμως από την αρχή. Ύστερα από μια εισαγωγή με ένα μικρό κοριτσάκι που παρακολουθεί τη δολοφονία της μητέρα της, με τον δολοφόνο να της χαρίζει τη ζωή όταν αυτή, προσπαθώντας να ξεφύγει πέφτει στα νερά μιας παγωμένης λίμνης, μεταφερόμαστε μερικά χρόνια μετά to ώριμo πια κορίτσι, η Μαντλέν Σουάν (Λεά Σεϊντού) έχει καταφέρει να παντρευτεί τον συνταξιοδοτημένο Τζέιμς Μποντ, ζώντας μαζί του μια (φαινομενικά) ειδυλλιακή ζωή στην Τζαμάικα. Βέβαια, μια και πρόκειται για ταινία του Μποντ, η φαινομενική ηρεμία δεν κρατάει και πολύ.
Μόλις ο Μποντ φτάνει σ΄ ένα νεκροταφείο για να αφήσει λουλούδια στο τάφο της παλιάς του φίλης Βέσπερ Λιντ, τάφος με μια ξαφνική έκρηξη που τον πετάει μερικά μέτρα μακριά, αρχίζει η ατέλειωτη, με εντυπωσιακά εφέ, δράση για να του αποκαλύψει πως η προδοσία είναι πολύ πιο κοντά του από όσο θα το περίμενε και πως προς το παρόν, τουλάχιστο, δεν έφτασε η ώρα για να πεθάνει (No Time to Die, όπως λέει και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας). Με κυνηγητά, με μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και αεροπλάνα, βοηθώντας τον παλιό του φίλο Φέλιξ Λάιτερ (Τζέφρι Ράιτ) για να συλλάβει ένα Ρώσο επιστήμονα που συνεργάζεται με τον Λούτσιφερ Σάφιν (Ράμι Μάλεκ), τον εγκέφαλο ενός εγχειρήματος που, με βάση ένα βιο-όπλο με nanobots και χρησιμοποιώντας το DNA των ανθρώπων, σχεδιάζει μια παγκόσμιας κλίμακας εξόντωση, ο Μποντ επιστρέφει στην ενεργή δράση για να μετατραπεί ξαφνικά σε σούπερ ήρωα, που θα ζήλευαν και τα comics της Marvel, πηδώντας με τη μηχανή του πάνω από δρόμους και γεφύρια, ή με σχοινιά κάνοντας ακόμη και τον Ταρζάν. Κι αυτά, τη στιγμή που πιο πριν, και στα ενδιάμεσα από τη δράση «διαλείμματα» μας παρουσιάζεται – και πολύ σωστά – σαν ένας γερασμένος, κουρασμένος δολοφόνος, που προτιμά να βρίσκεται κοντά στην αγαπημένη του, παρά να κυνηγά ξένους εκτελεστές και πράκτορες για ένα ειδικό σώμα πρακτόρων που ο σύγχρονος εχθρός δεν είναι πια κάτι το χειροπιαστό αλλά είναι κάτι που πλανάται, όπως αναφέρει ο Εμ του Ρέι Φάινς, στον αέρα.
Με αναφορές σε παλιότερες περιπέτειες του Μποντ (από το Casino Royale μέχρι το Skyfall και το Spectre), με νέους (Λούτσιφερ, Κύκλωπα) και παλιούς κακούς αντίπαλους. όπως ο Μπλόφελντ (η σκηνή όταν ο Μποντ επισκέπτεται τον Μπλόφελντ στη φυλακή μου θύμισε αντίστοιχη σκηνή του Άντονι Χόπκινς στη «Σιωπή των αμνών»), χωρίς όμως μερικές από τις θαυμάσιες, συχνά με ποιητική διάθεση αλλά και χιούμορ, σκηνές τους. Εδώ το χιούμορ είναι πολύ περιορισμένο, με τον Κρεγκ, να συνεχίζει τον κάπως πολύπλοκο και σκοτεινό, σε αντίθεση με τις ερμηνείες προηγούμενων ηθοποιών, χαρακτήρα του, που το σενάριο δυστυχώς δεν αφήνει χώρο να το αναπτύξει όπως πρέπει, δημιουργώντας απίθανους, βασισμένους βασικά στα ειδικά εφέ, ηρωισμούς, για να φτιάξουν ένα παραγεμισμένο μπλοκ-μπάστερ, προτείνοντας μάλιστα και μια αντικαταστάτρια του απερχόμενου Κρεγκ τη θηλυκή 007 (Λασάνα Λιντς) , που, με τις περιορισμένες δυστυχώς σκηνές της, δεν έδειξε να κατέχει κανένα ξεχωριστό χάρισμα. Ευπρόσδεκτη είναι τουλάχιστο η επιστροφή των τακτικών συνεργατών του ήρωα: από τον Εμ (Φάινς) και τον Κιου (Μπεν Γουίσο) μέχρι την Μάνιπένι (Ναόμι Χάρις), καθώς και η μουσική του Χάντς Τσίμερ, ιδιαίτερα το τραγούδι των αρχικών τίτλων της Μπίλι Έλις, «No Time To Die». Η τελευταία αυτή περιπέτεια του Μποντ με τον Ντάνιελ Κρεγκ σίγουρα θα διασκεδάσει, ίσως και συγκινήσει με το απρόοπτο φινάλε της, τους φαν δεν προσφέρει όμως τη μαγεία και την αληθινή απόλαυση παλιότερων ταινιών του καλύτερου, μετά τον Σον Κόνερι, ερμηνευτή του Μποντ.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr