ΣΥΝΟΨΗ
Η Anna Bronsky(Nina Hoss) διδάσκει βιολί σε μουσικό σχολείο, ο σύζυγός της Philippe (Simon Abkarian) είναι κατασκευαστής μουσικών οργάνων. Έχουν έναν γιο 10 ετών, τον Jonas (Serafin Mishiev) που φαίνεται να δυσανασχετεί με τη πίεση της μητέρας του να γίνει βιολιστής,καθώς προτιμά το χόκεϊ. Στο σχολείο, η Anna εντοπίζει μεγάλο μουσικό ταλέντο στον νεαρό Alexander Paraskevas( Ilja Monti). Σύντομα αφιερώνει περισσότερο χρόνο σε αυτόν παρά στον γιο της, φέρνοντας τα δύο αγόρια σε αντιπαλότητα. Την ίδια στιγμή ο γάμος της καταρρέει, καθώς ξεκινά μια σχέση με τον συνάδελφό της Christian(Jens Albinus), ο οποίος την ενθαρρύνει να ενταχθεί σε μια τετράδα βιολιστών. Όταν αποτυγχάνει κατά τη διάρκεια της κοινής τους συναυλίας, η πίεση αυξάνεται και εστιάζει πλέον όλη της την προσοχή στον μαθητή της. Όμως την ημέρα των εξετάσεων, τα γεγονότα παίρνουν τραγική τροπή…
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η Ακρόαση αποτελεί τη δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα της Γερμανίδας ηθοποιού Ina Weisse , μετά την τηλεταινία «Το Der Architekt»(2008). Η ίδια συνέγραψε το σενάριο μαζί με τη Ελληνογερμανίδα Δάφνη Χαριζάνη. Μερικές φορές, η «Ακρόαση» θυμίζει Haneke («Η Δασκάλα του Πιάνου») καθώς διαθέτει την εκλεπτυσμένη αισθητική του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου τέχνης κι ένα θαυμάσιο σάουντρακ με Μπαχ και άλλους κλασικούς.
Ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας ακολουθεί γνώριμους δρόμους για την ανάδειξη της δύσβατης σχέσης μεταξύ ενός μαθητή και της απαιτητικής δασκάλας που τον ωθεί να αγγίξει την τελειότητα . Παρόμοιο θέμα υπήρχε και στο «Whiplash» (2014) του Damien Chazelle, αλλά αυτή τη φορά η εξερεύνηση γίνεται από την πλευρά της δασκάλας. Και στα δυο φιλμ η μουσική παρουσιάζεται ως ψυχική εξιδανίκευση για τους χαρακτήρες, αλλά η διδασκαλία της διολισθαίνει σε καταπιεστικό βασανισμό .
Σε ένα δεύτερο επίπεδο το φιλμ ζωγραφίζει το αδιαφανές ψυχολογικό πορτρέτο μιας γυναίκας με σχολαστική και αμφίθυμη συμπεριφορά. Το πυκνό σενάριο και το ελλειπτικό μοντάζ αναδεικνύουν τη ψυχολογική πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της με μια σχεδόν κυβιστική προσέγγιση που συλλαμβάνει τις αιχμηρές γωνίες της προσωπικότητας της. Εγκλωβισμένη στις τελειομανείς απαιτήσεις της και σε ένα ματαιωμένο σχέδιο ζωής, η Anna αναζητά συνεχώς την αυτοεκπλήρωση και την αγάπη που είναι αδύνατο να βρει στο άμεσο περιβάλλον της.
Η Ina Weisse επέλεξε το ύφος του ψυχολογικού θρίλερ όπου η υπόγεια έκρηξη μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Πέντε αντρικοί χαρακτήρες περιστρέφονται γύρω από την Anna σε ανταγωνιστικές σχέσεις: ο γιος και ο μαθητής, ο σύζυγος και ο εραστής και κυρίως ο πατέρας. Η ασταθής και νευρωτική συμπεριφορά της Anna πηγάζει από την τραυματική σχέση της με έναν τυραννικό πατέρα ,που προεξοφλούσε μια λαμπρή καριέρα για τη κόρη του . Η Anna μεταφέρει αυτό το τραύμα αρχικά στον γιο της και αφού δεν βρίσκει ανταπόκριση στον μαθητή της. Είναι φανερό ότι είναι το δικό της όνειρο που θέλει να πραγματοποιήσει μέσω αυτών.
Η «Ακρόαση» προσφέρει πρώτα απ ‘όλα την ευχαρίστηση να βλέπεις την Nina Hoss να μεγεθύνει με αθόρυβη δύναμη την εσωτερική αγωνία και το σιωπηλό βάρος της ηρωίδας. Η ηθοποιός –φετίχ των ταινιών του Christian Petzold [«Yella» (2008) , «Jerichow» (2012), «Barbara» (2014) , «Phoenix» (2014)] προσφέρει μια πολύχρωμη ,πολυτονική και ακιδωτή ερμηνεία. Η κάμερα της Judith Kaufmann καταγράφει κάθε αντίδραση της Hoss, ειδικά στις σκηνές εξάσκησης του Alexander καθώς στο καταπονημένο πρόσωπό της ζωγραφίζεται η αβεβαιότητα, η απογοήτευση και, καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η αδικαιολόγητη αγριότητα.
Μια πρώιμη σκηνή της «Ακρόασης» είναι ενδεικτική της εύθραυστης ψυχολογίας της ηρωίδας . Καθώς συναντιέται με τον σύζυγο της για δείπνο σε ένα εστιατόριο του ζητά δυο φορές να αλλάξουν τραπέζι. Μετά αλλάζει την παραγγελία του ποτού της . Στη συνέχεια, ταλαιπωρεί τον σερβιτόρο με το μενού, επιλέγει τελικά κάτι εξεζητημένο που θεωρεί ότι θα της αρέσει, για να αλλάξει γνώμη και πάλι, και τελικά ανταλλάσσει πιάτα με τον υπομονετικό σύζυγο της. Είναι ολοφάνερο ότι έχει βυθιστεί σε μια κρίση που σταδιακά βαθαίνει ,σε μια κατάσταση αμφιθυμίας όπου δεν ξέρει τι θέλει. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι και η σκηνοθέτις Ina Weisse φαίνεται να μην ξέρει που θέλει να εστιάσει. Και ενώ ενσωματώνει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στο σενάριο, πολλά από αυτά ,δεν ολοκληρώνονται αλλά παραμένουν θολά και εκκρεμή . Τελικά οι διαφορετικές συνιστώσες της αφήγησης συγκλίνουν σε μια σεκάνς συναυλίας που καταλήγει με ένα αναιμικό , σχηματικό, παράλογο φινάλε.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr