Ως μικρά παιδιά, ο Otto (Fele Martínez) και η Ana (Najwa Nimri) γίνονται καλοί φίλοι, οδηγώντας άθελα τους στο γάμο της μητέρας τής Ana, Olga (Maru Valdivielso), με τον πατέρα τού Otto, Álvaro (Nancho Novo). Όταν ο Otto και η Ana γίνονται έφηβοι, ξεκινούν μια σεξουαλική σχέση, την οποία κρύβουν από τους γονείς τους. Οι δυο τους ερωτεύονται πολύ και μοιάζουν προορισμένοι να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί. Ωστόσο, η σχέση τους δοκιμάζεται όταν η μητέρα του Otto πεθαίνει και οι δυο τους χωρίζουν…
Σε ορισμένες ταινίες η αφήγηση είναι απλή και συσχετίζει τις ιστορίες των χαρακτήρων τους με γραμμικό τρόπο. Άλλοι σκηνοθέτες επιλέγουν να αφηγηθούν σε ένα διαισθητικό επίπεδο χρησιμοποιώντας ιμπρεσιονιστικές στρατηγικές που αποσταθεροποιούν τις πεποιθήσεις μας για το χρόνο, το χώρο και τη λογική. Στην τέταρτη ταινία του ,«Οι Εραστές του αρκτικού κύκλου»(προηγήθηκαν τα φιλμ :«Vacas» (1991), «La Ardilla roja» ( 1993) και «Tierra» (1996)) ο Βάσκος σκηνοθέτης Julio Medem υιοθετεί τη δεύτερη επιλογή. Από αυτή την άποψη το φιλμ έχει αρκετά κοινά στοιχεία με το «Abreslos Ojos»(1997) του Alejandro Amenábar καθώς και τα δύο αμφισβητούν την πλήρη ανακατασκευή της πραγματικότητας και ενθαρρύνουν τους θεατές να συμπληρώσουν τα όποια κενά.
Αν θέλαμε να κατατάξουμε κάπου τους «Εραστές» θα επιλέγαμε το ρεύμα του ευρωπαϊκού μεταμοντερνισμού. Η βάση της πλοκής φαντάζει ελκυστική : μια τρυφερή ιστορία αγάπης που ξεπηδά από τις καρδιές δύο οκτάχρονων παιδιών και συνεχίζεται μέχρι την ενηλικίωση. Ωστόσο ο Medem αφηγείται αυτή τη παραμυθένια ερωτική ιστορία χρησιμοποιώντας ένα ετερόκλητο σύνολο πολλαπλών συμβολισμών και αυθαίρετων παραπομπών. Έτσι υπερφορτώνει συνεχώς την ταινία που σταδιακά νοιώθεις να βυθίζεται κάτω από το βάρος της υπερρεαλιστικής φαντασίας και ενός γλαφυρού ψευδο-μυστικισμού . Ήδη από τον τίτλο δίνει σημαίνοντα ρόλο στον Αρκτικό Κύκλο , τη γεωγραφική περιοχή μέσα στην οποία εμφανίζεται το φαινόμενο της 24ωρης μέρας και 24ωρης νύχτας μια φορά το χρόνο, κατά το θερινό και χειμερινό ηλιοστάσιο αντίστοιχα. Επίσης υποβάλλονται με κουραστική συχνότητα τα μοτίβα των παλίνδρομων ονομάτων ,της κυκλικότητας της ζωής αλλά και το επαναλαμβανόμενο σύμβολο των αεροπλάνων.
Τα θραύσματα της αφήγησης συνδέονται με διακοσμητικό φορμαλισμό , με οπτικά και λεκτικά λογοπαίγνια, με ομοιοκαταληξίες και επαναλήψεις, με ιδιότροπες λογοτεχνικές αναφορές και επίπλαστες ‘’ποιητικές σκέψεις’’ για τη μοίρα, την ταυτότητα και το «ρομαντικό πεπρωμένο». Οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί χωρίς καμία ψυχολογική ανάλυση, δεν ανήκουν σε οποιαδήποτε αναγνωρίσιμη κοινωνική πραγματικότητα και δρουν αποκλειστικά κάτω από υπερκόσμιες δυνάμεις που προκαλούν εξωφρενικές συμπτώσεις . Σε αντίθεση με το θεματικά παρόμοιο ,αλλά κατά πολύ ανώτερο «Map of the Human Heart» (1992) του Vincent Ward, η σχέση μεταξύ των δύο νεαρών εραστών δεν χτίζεται και δεν αναπτύσσεται ποτέ ικανοποιητικά. Απλώς φαίνεται να αγαπούν ο ένας τον άλλον επειδή αυτό είναι προορισμένοι να κάνουν. Έτσι από την ιστορία απουσιάζει κάθε ίχνος ρεαλισμού και ντετερμινισμού: όλα γίνονται με τρόπο που βολεύει τον σεναριογράφο.
Παρ ‘όλα αυτά τα μειονεκτήματα , η ταινία είναι μια θριαμβευτική άσκηση στο στυλ. Ο Medem έχει εξαιρετικό μάτι για τη σύνθεση εκθαμβωτικών εικόνων που απογειώνει η μουσική του Alberto Iglesias και η τεχνική της αφήγησης τόσο από τον Otto όσο και από την Ana με ξεχωριστές αλλά επικαλυπτόμενες προοπτικές προσθέτουν μια γνήσια ρομαντική υφή . Τελικά το φιλμ λειτουργεί σαν ιλιγγιωδώς κινούμενος πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής που σε προσελκύει χάρη στα υπέροχα σχήματα και τα σκοτεινά , τραγικά χρώματα του ,αλλά στο φινάλε σε αφήνει με μια αίσθηση σύγχυσης και κορεσμού.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr