Μενού

ΑΝΕΤ - Ηλίας Φραγκούλης

Stand-up κωμικός και τραγουδίστρια της opera βιώνουν συζυγική κρίση. Θα γίνουν γονείς, σε μία τελευταία απόπειρα να έρθουν ξανά πιο κοντά σαν ζευγάρι. Αρκεί η ύπαρξη της Ανέτ για να επέλθει η ισορροπία, όμως;

Στην προηγούμενη ταινία του Λεός Καράξ, το «Holy Motors» (2012), επιχείρησα κάτι σχετικά παράτολμο. Να πάρω το μέρος της κριτικής (η πλειοψηφία της οποίας ύμνησε – δικαίως – το φιλμ), αλλά και το μέρος του απλού θεατή (ξεφτιλίζοντας το έργο και αποτρέποντας μερίδα… αθώων να βασανιστούν αδίκως εντός αιθούσης, μονάχα επειδή τους το υπαγόρευσαν κάποια… «αστεράκια»), ταυτόχρονα. Θεωρώ πως ήταν μία από τις πλέον αναρχικές μου στιγμές υπέρβασής, ξεφεύγοντας από την παραδοσιακή φόρμα ενός κειμένου το οποίο μπορεί να δηλώνεται απλά διθυραμβικό ή να «θάβει» αρκετά μέτρα κάτω από τη γη την εκάστοτε ταινία. Οφείλουμε να διχαζόμαστε με τέτοιο τρόπο, ενίοτε. Άλλα πράγματα ζητά ο κόσμος, άλλα πράγματα «βλέπει» ένας κριτικός κινηματογράφου. Κάπου στη μέση (πρέπει να) υπάρχει και ο καλλιτεχνικός λόγος ύπαρξης, όμως.

Το έχω υπερασπιστεί αρκετές φορές το σινεμά του Καράξ, από την πρώτη του ταινία που διανεμήθηκε στη χώρα μας, τους «Εραστές της Γέφυρας» (1991). Έξι φιλμ είναι όλα κι όλα, από το 1984 μέχρι και σήμερα. Έργα με δημιουργική τρέλα, έρωτα για τον κινηματογράφο και την Τέχνη του, με μια αίσθηση περιπετειώδους αναζήτησης για το νόημα της φιλμικής αφήγησης. Και λυπάμαι που σήμερα βρίσκομαι αντιμέτωπος με αυτό το πραγματικό αίσχος «ταινίας», το οποίο δεν με άγγιξε καθόλου, ούτε ως κριτικό και σίγουρα (με καμία δύναμη!) ούτε ως θεατή. Τι πήγε στραβά; Η «Annette» δεν είναι / έπρεπε να ήταν ταινία… εξαρχής! Βασισμένη περισσότερο σε τραγούδια που έγραψαν οι αδελφοί Ρον και Ράσελ Μέιλ (οι περίφημοι Sparks), δανείζεται από αυτά μία «ιστορία» και επιχειρεί να στήσει έναν κάποιο σεναριακό σκελετό, η θέση του οποίου θα έστεκε καλύτερα σαν ένα stage play. Οπωσδήποτε πιο λειτουργικά σαν opera. Εκεί παραπέμπει και το μουσικό στοιχείο του φιλμ, άλλωστε (πέραν της προφανούς σύνδεσης της επαγγελματικής ιδιότητας του γυναικείου ρόλου που ερμηνεύει η Μαριόν Κοτιγιάρ).

Παρακολουθώντας την «Annette», μου ήταν δύσκολο να μη «φύγει» η σκέψη (και η μνήμη) μου προς το 2014, όταν η Κέιτ Μπους ανέβασε το «Before the Dawn» στο Hammersmith Apollo του Λονδίνου. Η απόπειρα της Μπους ήταν πιο θαρραλέα, διότι προσπάθησε να φέρει εις πέρας μία multi-media performance που στηριζόταν σε προϋπάρχοντα τραγούδια της, τα οποία είχε επιλέξει με σκοπό να εξυπηρετούν ένα concept / αφήγημα και όχι να ικανοποιήσει τις (προβλέψιμες) απαιτήσεις του κοινού ενός live concert. Περιττό να πω ότι η σκηνική εμπειρία ήταν κάτι το απερίγραπτο και βαθύτατα συγκινητικό (καθώς είχε να εμφανιστεί ζωντανά από το 1979!), το δε καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς… out of this (sensual) world. Κανονικά.

1246 1

Η «Annette», λοιπόν, θα έβρισκε ένα καλύτερο «φυσικό» περιβάλλον σε μορφή σκηνικής παράστασης, αντί ν’ αγκομαχά προσπαθώντας να πείσει σαν ένα φιλμαρισμένο έργο που σέρνεται αφόρητα στα 141 λεπτά της διάρκειάς του. Σε τούτη την καλλιτεχνική τραγωδία, δυστυχώς, συντελούν και οι Sparks, που ξεπερνούν σε εκκεντρικότητα σχεδόν οτιδήποτε έχουν γράψει μέχρι σήμερα, υιοθετώντας ένα οπερατικό ύφος φόρμας, μακράν διαφορετικό και… μη φιλικό στα ώτα (πόσω μάλλον σε αυτά ενός απαίδευτου ακροατή) από εκείνο ενός παραδοσιακού μιούζικαλ. Το αστείο είναι πως ο Καράξ έχει δηλώσει πλήρη άγνοια σε σχέση με οτιδήποτε έχει να κάνει με την opera, ενώ το φιλμικό αποτέλεσμα δείχνει (ξεκάθαρα) πως δεν αρέσκεται καν στο είδος του μιούζικαλ! Και δεν θα ξαναχρησιμοποιήσω τον τελευταίο όρο, διότι είναι ντροπή! Τουλάχιστον, ο Λαρς φον Τρίερ στο «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (2000) μπορεί να του είχε… πετάξει τα μάτια έξω (αγνοώντας επιδεικτικά την απαραίτητη συνύπαρξη σκηνοθεσίας / πλανοθεσίας, χορογραφίας και μοντάζ), από την άλλη, όμως, είχε την ευαισθησία και το σεβασμό να συνεργαστεί μ’ έναν λιμπρετίστα για το σενάριο και ουχί ν’ αφεθεί αποκλειστικά και μόνο στο «σύμπαν» των τραγουδιών που έγραψε η Μπιόρκ για το φιλμ.

Ακόμη κι αν παραγνωρίσουμε τα ελαττώματα σεναριακής και υφολογικής προσέγγισης της ταινίας για χάρη των προθέσεων «πειραματισμού» του Καράξ, η «Annette» δεν έχει να μας δώσει τίποτα το καινούργιο από σκηνοθετικής ή καλλιτεχνικής άποψης. Τα μουσικά μέρη μοιάζουν με αναμασήματα αισθητικών προτάσεων από music promos της Μπιόρκ, τόσο μακρινά όσο η δεκαετία του ’90, ανακατεμένα σ’ ένα blender που βαριέται ν’ ανανεώσει το παραμικρό οπτικά, τα εμβόλιμα πλανάκια από κουτσομπολιστικο-entertainment TV shows (μυθοπλασίας) που μας ενημερώνουν για την παρούσα κατάσταση του πρωταγωνιστικού ζευγαριού δεν ασκούν πραγματική κριτική ούτε και σαρκάζουν ουσιαστικά, ενώ η επιλογή της εμφάνισης του μωρού Ανέτ σαν… puppet (δίχως strings), προσθέτει έναν άνευ λόγου χαρακτήρα γκροτέσκου. Μεγάλο μέρος του φιλμ αναλώνεται στις stand-up εμφανίσεις του κεντρικού χαρακτήρα (Άνταμ Ντράιβερ), που είναι αρκετά προσεγμένες σε γραφή και ευρήματα (ειδικά όταν το κοινό του κάνει επιθετική εισβολή στο act και το τραγούδι), αλλά μιλάμε για κάτι εικαστικά γυμνό, το οποίο περισσότερο στηρίζεται στο πόσο πλάθει / εξελίσσει σε αντιπαθητικό τον ήρωά του ο ηθοποιός. Από την άλλη, επειδή στα credits ή σε ξένα δημοσιεύματα δεν εντόπισα συγκεκριμένη αναφορά, με παραξένεψε η «συγγένεια» (σε βαθμό κλεψιάς, θα τολμούσα να πω…) των εικόνων από τις παραστάσεις της ηρωίδας της Κοτιγιάρ, που θα νόμισε κανείς ότι βγήκαν (κυριολεκτικά) από δουλειά του Ρόμπερτ Γουίλσον! Οι τίτλοι τέλους δεν λύνουν το «μυστήριο».

Εντελώς ρηχό στον τομέα των… σκηνών ενός γάμου (τι να πει κανείς μετά τον οδοστρωτήρα του Νόα Μπάουμπακ και της «Ιστορίας Γάμου» εδώ;), εντελώς λάθος υπό το πρίσμα της οπτικής ενός… μουσικού genre, σαν ψεύτικο κι απόμακρο από τη ζωή, το «Annette» καταλήγει να είναι ένα πελώριο κινηματογραφικό φιάσκο που δεν σου αφήνει το παραμικρό στην ψυχή, ούτε καν μια μελωδία για ανάμνηση. «So May We Start»; Λυπάμαι, αλλά όχι. Αν και είναι αργά (και) γι’ αυτό, πια.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών. Βγήκε κι αυτή η υποχρέωση… Τι κρίμα που συνοδεύει την πιο αποτυχημένη δουλειά του Λεός Καράξ (ναι, ακόμη και από το «Pola X» του 1999!). Με μια λέξη, πρόκειται για κάτι το ανυπόφορο, όσο και να θεωρείς ότι εκτιμάς τη φιλμογραφία του, όσο και να προσκυνάς το «art-house» σινεμά, όσο και ν’ αγαπάς και τους Sparks ακόμη.

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module