Αν πεις τ’ όνομά του πέντε φορές, η μορφή ενός γαντζοφόρου μαύρου άνδρα θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά σου και θα σε κάνει κομμάτια! Το τολμάς;
Δεν είναι remake και δεν έχει καν την πρόθεση να μοιάσει με sequel της ομώνυμης ταινίας του 1992. Έχει, όμως, κάποιες σαφέστατες αναφορές στην ύπαρξη της Έλεν Λάιλ, της κεντρικής ηρωίδας εκείνου, οπότε οφείλει να χαρακτηριστεί σαν συνέχεια του «Candyman» του Μπέρναρντ Ρόουζ. Ενός φιλμ που στη εποχή του ξάφνιασε ιδιαίτερα, φέρνοντας στο genre του σινεμά τρόμου στοιχεία από το… art-house, αφηγούμενο μ’ έναν διόλου mainstream τρόπο το μύθο αυτού του φανταστικού serial killer με τον γάντζο.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, ίσως με το έναυσμα / «άλλοθι» ότι ο Candyman είναι ένας μαύρος άνδρας, οι Τζόρνταν Πιλ, Γουίν Ρόζενφελντ και Νία ΝταΚόστα… «χρωματίζουν» έτσι ολόκληρο το φιλμ, τοποθετώντας το σε μία σύγχρονη #BlackLivesMatter προβληματική, η οποία σχολιάζει τη θυματοποίηση της μαύρης κοινότητας από την περίοδο της δουλείας μέχρι το αστικό gentrified παρόν της γειτονιάς του Σικάγο, εκεί όπου γνωρίσαμε τη μυθική μορφή του ήρωα.
Το 2019, στην κριτική της (επίσης τρόμου) ταινίας «Μαύρα Χριστούγεννα», είχα αναφερθεί στο πόσο μεγάλο λάθος είναι να παίρνεις ένα ατόφιο φιλμ είδους και να προσπαθείς να το χρησιμοποιήσεις για να πεις κάτι άλλο, στο πλαίσιο ενός… με το ζόρι «woke» καθήκοντος, όπως το ορίζει η «πολιτική ορθότητα» του σήμερα. Εκεί, ήταν τα φεμινιστικά μηνύματα, σερβιρισμένα μάλιστα από γυναίκα στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Σε τούτο το «Candyman» έχουμε και σκηνοθέτιδα και φυλετική ταυτότητα! Και είναι κατόρθωμα το ότι το έργο δεν καταλήγει σε ένα ολοκληρωτικό φιάσκο διδακτισμού που απευθύνεται σε κατηγορίες θεατών οι οποίοι σπανίως αρέσκονται στα αιματοβαμμένα θεάματα. Ευτυχώς, αυτά κυρίως σώζουν το εγχείρημα της ΝταΚόστα, χαρίζοντας στην ταινία της καλύτερες στιγμές της, με πιο ευφάνταστη εκείνη της επίσκεψης του ζωγράφου Άντονι στο διαμέρισμα μιας κριτικού Τέχνης, η οποία δεν υποψιάζεται πως μετρά τα τελευταία λεπτά της ζωής της.
Ο γάντζος προκαλεί ουκ ολίγα χορταστικά… μακελέματα, το gore είναι όσο πρέπει, η αλά «θέατρο σκιών» αφήγηση του «παραμυθιού» της original ταινίας είναι θαυμάσια, όταν όμως επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα για να μας κάνει preaching περί των βασανιστικών εμπειριών του παρελθόντος στην Ιστορία της μαύρης φυλής επί αμερικανικών εδαφών, μαζί με ένα μάλλον περιττό background αποκάλυψης που μπερδεύει την πλοκή εστιάζοντας στην «agenda» και ουχί στον τρόμο, ο μπούσουλας του θεατή πάει περίπατο…
Συνολικά, το «Candyman» της ΝταΚόστα δυσκολεύεται να χωνέψει την πληθώρα των φυλετικών μηνυμάτων, βάζοντας τελικά μια μεγάλη τρικλοποδιά στο είδος στο οποίο ανήκει το φιλμ, χωρίς να ξεχνάμε και τις άπειρες «υποσημειώσεις» του σεναρίου σχετικά με τη «μεταμόρφωση» και την εκμετάλλευση των πιο λαϊκών γειτονιών από το hype του αστισμού, την κριτική γύρω από την καλλιτεχνική φιλοδοξία, αλλά και την (όποια) μεταφορικότητα του body horror (μέσω του «πρηξίματος» που εμφανίζει το χέρι του Άντονι μετά το τσίμπημα μιας μέλισσας, το οποίο σταδιακά καταλήγει σε κάτι ενοχλητικά αποτρόπαιο – και προβλέψιμο…). Όλα αυτά μαζί, υπερφορτώνουν τόσο την ταινία που μετά τα (εντελώς νορμάλ ως διάρκεια) 91 λεπτά της αισθάνεσαι μια ανεξήγητη κόπωση. Κάπου φτάνει με τις «ντουντούκες», πια! Ας αφήσει το Χόλιγουντ το entertainment στην ησυχία του.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά στοιχεία (που περισσότερο κοπιάρουν το φιλμ του 1992, βέβαια), ατμόσφαιρα που δεν τρομάζει τόσο, πέραν του ικανοποιητικού οι ποσότητες gore, αλλά απίστευτη σοβαροφάνεια και… «διδακτική ύλη» μαύρης κουλτούρας που βγάζει την ταινία σχεδόν εκτός θέματος! Πάντως, να ομολογήσω ότι ξαναβλέποντας (για «φρεσκάρισμα») το original αυτές τις μέρες, μετά λύπης διαπίστωσα ότι έχει γεράσει αρκετά.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr