Μενού

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Ο - Ηλίας Φραγκούλης

Κατά το δελτίο Τύπου, «σχεδόν 100 χρόνια μετά τον θάνατό του, η γεμάτη δοκιμασίες, αλλά και αλτρουισμό ζωή του πρωτοπόρου Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, που έχει εμπνεύσει αμέτρητους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, μεταφέρεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη και βρίσκει τον ιδανικό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του ταλαντούχου Άρη Σερβετάλη».

Αρχική παρατήρηση. Επειδή είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις από μερίδα αναγνωστών σε σχέση με το κείμενο που ακολουθεί, θα ήθελα να υπενθυμίσω και να τονίσω ότι βρίσκεστε σε θεματική ιστοσελίδα η οποία ασχολείται με την κινηματογραφική κριτική. Για οτιδήποτε άλλο, καλύτερα να αναζητήσετε τις διαδικτυακές σελίδες της Εκκλησίας της Ελλάδος ή άλλες παρεμφερούς θεματικής και ενασχόλησης.

Η κινηματογραφική παραγωγή βασανίζεται και ταπεινώνεται σε τούτη τη χώρα, εδώ και δεκαετίες. Είτε από «δημιουργούς», είτε από «αρπαχτικά» που επιδιώκουν την κερδοφορία δίχως να λογαριάζουν την καλλιτεχνική αξία. Πολλάκις έχουμε αντιμετωπίσει κρούσματα που χαϊδολογάνε τις (συνήθως ανεκπαίδευτες…) μάζες, πουλώντας τους «προϊόν» το οποίο ταυτίζεται με το παρελθόν, την πατρίδα, πλέον και με το θρησκευτικό αίσθημα. Η περίπτωση του «Ανθρώπου του Θεού» είναι ιδιάζουσα και αληθινά σουρεαλιστική. Ας ξεκινήσουμε από τους τίτλους αρχής του έργου, όπου ανακαλύπτουμε πως τούτη η παραγωγή πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία (μεταξύ άλλων) με την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Του γνωστού σκανδάλου! Με το «σενάριο» (θα φτάσουμε κι εκεί…) του φιλμ να βασίζεται πρωτίστως στην παρακμή των εξουσιαστικών αρχών της Εκκλησίας, οι οποίες φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του αμέμπτου ηθικής Αγίου Νεκταρίου με κάθε τρόπο, μπορεί κανείς να διακρίνει μία παράδοξα χιουμοριστική πτυχή της σύνδεσης.

1241 1

Η συνέχεια ξεπερνά τα όρια της παρωδίας. Ο «Άνθρωπος του Θεού» εμφανίζεται στην οθόνη σαν… «Μαν οβ Γκοντ» (με λατινικούς χαρακτήρες) και κατόπιν γουί ντισκάβερ δατ δε ματζόριτι οβ δε ντάιλογκ ιζ ιν ίνγκλις! Με ελάχιστες στιγμές εξαιρέσεων, στις οποίες (χου νόουζ γουάι) ακούμε να ομιλείται η ελληνική. Ο δε Νεκτάριος γράφει δια χειρός πότε στα ίνγκλις και πότε στα ελληνικά. Με τη συντριπτική πλειοψηφία του καστ ν’ αποτελείται από Έλληνες ηθοποιούς, αξίζει του γουόντερ κανείς, αφού υπήρξε σκεπτικό ιντερνάσιοναλ καρίαρ φορ δις μούβι, γιατί να μην επιλεχθούν ηθοποιοί που ομιλούν την αγγλικήν ορίτζιναλι, ώστε ν’ αποφευχθεί όλο αυτό το «γκρικ κέφι» με τις προφορές! Όσο και να θέλεις να συγκρατηθείς και να μη σκριμ φρομ δε γέλια, είναι ιμπόσιμπλ να δεις σοβαρά τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση (αζ δε Μίνιστερ οβ Ετζουκέσιον εντ Ριλίτζιονς) ν’ αποκαλεί τον Άγιο Νεκτάριο… «δε ρίαλ ντιλ» (σίριουσλι!) ή να μη συρθείς στα πατώματα από την ολιγόλεπτη και πέρα από κάθε σεναριακή λότζικ εμφάνιση του Γιάννη Στάνκογλου ως μεθυσμένου που σκάει στο δάσος κομπλίτλι ντρανκ, τραγουδώντας στα ελληνικά, μα μιλώντας στον κεντρικό ήρωα του φιλμ ιν ίνγκλις, όνλι του ντισαπίαρ από την υπόλοιπη ταινία ακριβώς με τον ίδιο αδικαιολόγητο τρόπο με τον οποίο χι ιντροντιούσντ χιμσέλφ!

Ο τραγέλαφος των ηθοποιών, οι οποίοι πραγματικά εκτίθενται μπάντλι ιν δις μούβι, είναι αδιανόητος! Η Τάνια Τρύπη παίζει στο έργο… ανοίγοντας μια πόρτα στον Νεκτάριο. Τελεία. Χαρακτήρες δεν υφίστανται. Απλά, ο κάθε ηθοποιός ξεπετάγεται ολ οβ ε σάντεν για μια-δυο σκηνές (δευτερολέπτων ή συνήθως μονοψήφιου αριθμού λεπτών) και εξαφανίζεται όπως ήρθε, με εξαίρεση εκείνους που υποδύονται (αντ πάμπλικ λάφτερ φρομ μπάκγουορντζ) στοιχειώδεις για την πλοκή ήρωες, όπως ο Πρόεδρος της Ριζαρείου Σχολής Χρήστος Λούλης, ο οποίος φαντάζει σαν το «σπασικλάκι» του καστ που τα καταφέρνει γουίδ δι άξεντ. Εννοείται πως δεν υφίσταται καμία ενιαία σκηνοθετική καθοδήγηση, με το κερασάκι στην τούρτα να είναι ο γκεστ Μίκι Ρουρκ, ο οποίος φυλάσσεται για το φινάλε του φιλμ ως… μίρακλ! Εδώ η προφορά είναι ολ αμέρικαν, διότι αυτό μιλάει ο άνθρωπος… Και, φυσικά, λετς νοτ φοργκέτ του μένσιον και την παρουσία της Τόνιας Σωτηροπούλου, μπικόζ κάθε ταινία που σέβεται τον εαυτό της και οραματίζεται μια κάποια ιντερνάσιοναλ καρίαρ, χαζ του καστ Τόνια! Ιτς άουρ λάντμαρκ, πλέον.

Όσο για τον Άρη Σερβετάλη, μπορεί ο ίδιος να μην έχει συναίσθηση του χάου μπάντλι χι ακτς σχεδόν σε κάθε ταινία που τον βλέπουμε εδώ και χρόνια, όμως εδώ η κατάσταση ξεπερνά κάθε αντοχή! Η έκφραση του πράου δε σημαίνει πως ο Νεκτάριος έπρεπε να προσωποποιηθεί σαν το απαύγασμα του κατατονικού, στα πρόθυρα του να κοιμάται όρθιος ο ηθοποιός! Τον έχουμε αντέξει να το κάνει αυτό το πράγμα σε πλείστες όσες παραγωγές του «γκρικ γουίαρντ γουέιβ», να επαναλαμβάνει αυτό το «κενό», ατάραχο γκέιζ και «φίζικαλ» πρέζενς, διότι στο συγκεκριμένο ζανρ το απαιτούσαν οι γκραντ «οτέρ» μας. Πλέον εδώ, όμως, δεν μιλάμε για ερμηνευτική «μούτα», αλλά για απαξίωση του ηθοποιού απέναντι στο κοινό (του) και… όλους μας. Εάν ιζ φάκινγκ μπορντ γουίδ άκτινγκ ιν σίνεμα, ας παραμείνει στο θέατρο, όπου όλο του το σινάφι χαϊδολογά αυτάρεσκα αλλήλους «ερμηνευτές». Εντ γουόρλντ πις.

1241 2

Ιτς νοτ ε τζόουκ του σέι πως… το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Η Σέρβα Γελένα Πόποβιτς, που κανείς δεν δύναται να κατανοήσει γιατί υπογράφει το «σενάριο» και τη σκηνοθεσία του φιλμ, φερστ οβ ολ δεν έχει δε σλάιτεστ αϊντία περί του τι εστί στόρι! Το έργο επιχειρεί να λειτουργήσει σαν βιογραφία, ξεκινά (μάλλον άκομψα κι απότομα) από την περίοδο της δίωξης του Νεκταρίου από την Αλεξάνδρεια, προσδίδοντας στον κεντρικό χίροου χαρακτηριστικά «μάρτυρα», τα οποία παραπέμπουν σε μια πρόχειρη παρομοίωση με τον Ιησού. Η διαφθορά της εκκλησιαστικής ηγεσίας τονίζεται προφανέστατα, όμως πέραν αυτών των σχηματοποιήσεων, ο Νεκτάριος της ταινίας συνεχίζει να εμφανίζεται σε ατάκτως ερριμμένες σκηνές, άουτ οβ ένι τζένεραλ κόντεξτ, πράγμα που φέρνει στο νου την προβληματική αφήγηση που είχαμε δει στο άλλο πρόσφατο έπος βιογραφίας, τον «Καζαντζάκη» (2017) του Γιάννη Σμαραγδή (ατ λιστ, εκεί μιλούσαν ιν γκρικ…). Κανένας ειρμός, καμία σημασία, κανένα ίχνος ύπαρξης σεναρίου! Ένα χυμαδιό από προχειρότητες κακών (σε κάθε επίπεδο δουλειάς) στιγμών, που πασχίζουν να «σχηματίσουν» μια ταινία, με ουσιαστικούς «σταθμούς» την Αίγυπτο (πιο φευγαλέα… μπικόζ οβ μπάτζετ ίσιουζ, γιού νόου…), τη Ριζάρειο και την Αίγινα.

Σχεδόν μ’ έπιασε χέντεϊκ καθώς ενθυμούμαι τι βίωσα στην αίθουσα. Ενώ προσπαθώ να ξεχάσω, ταυτόχρονα οφείλω (από επαγγελματική πέρβερσνες) ν’ απαριθμήσω δε χάιλαϊτς οβ δε «Μαν οβ Γκοντ», σόου μόλις μου ήρθε η ανάγκη να προσθέσω κι ένα σχόλιο σχετικά με τη διάσταση του χρόνου σε επίπεδο γήρανσης του καστ, η οποία προσθέτει επιπλέον ευκαιρίες για γέλιο. Φορ ίνστανς, οι (μεγαλο)κοπέλες στο μοναστήρι της Αίγινας εμφανίζονται ως παντοτινές φίλες της… Δήμητρας Κατσαφάδου, δίπλα στην γηραλέα… χρωμοβαφή του Σερβετάλη (που «με τα χρόνια» γίνεται εφιαλτικά πιο κατατονικά ανύπαρκτος και κάλλιστα θα μπορούσε ν’ αντικατασταθεί από έναν φίκο), ενώ εκείνο το έρμο το κοριτσάκι σι νέβερ γκρόουζ του μπι εν αντάλτ (ε μίστερι οβ νέιτσουρ)!

Πάνω στη στιγμή του λυτρωτικού φινάλε (για τον Ρουρκ, βασικά, που του έλαχε το μίρακλ, η δική μου η ντάματζ πήρε ώρες για ν’ αποκατασταθεί), τα εντ κρέντιτς επιφυλάσσουν ακόμη μία αλλοπρόσαλλη γκρικ… «μπαγαποντιά», εμφανίζοντας πρώτα το όνομα της Πόποβιτς ως υπεύθυνης για το «σενάριο» και τη σκηνοθεσία, και κατόπιν εκείνο του… μουσικού συνθέτη!  Διότι κάπως πρέπει να φανεί λιγάκι παραπάνω ολόκληρος Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ. Όπως στις μαρκίζες των σκυλάδικων. Χου κέαρζ αμπάουτ ε πρόπερ σειρά εμφάνισης συντελεστών; Σκάσανε τάλαρα εδώ, άδει κι ένα σπαραξικάρδιο η Λίζα Γκέραρντ, ολ δε μπέιμπιζ ατ δε πίστα, ρε παιδί μου! Γκοντ μπλες το ταμείο. Κι αν δε συρρεύσει ο λαός, ας βγει και δίσκος (ουχί βάινιλ, γιού γκοτ δε πόιντ…), μέρες που ζούμε, μπράδερζ εντ σίστερζ. Μπιλίβ, ρε!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μαθαίνω ότι έχει γίνει κάποιου είδους «προσέγγιση», ώστε οι εκκλησίες να «αφυπνίσουν» το λόκαλ ποίμνιό τους, μην τυχόν και χάσει αυτό το έργο στους κινηματογράφους. Έχω ακούσει μέχρι και για γκρουπ με πούλμαν! Δεν έχω να προσθέσω τίποτα περισσότερο.

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module