«Δεν θ? αρέσει στον Σπάικ Λι», προέβλεψε με νευρικότητα η ηθοποιός Βιρτζίνια Μάντσεν, λίγο πριν την πρεμιέρα του πρωτότυπου «Candyman», πριν από 29 χρόνια. Η ιστορία του μαύρου φονιά με τον γάντζο, που προσέφερε καραμέλες στα παιδιά και τα έσφαζε, δεν είχε γερό κίνητρο για να ικανοποιήσει μια κοινότητα ανήσυχη με την υποεκπροσώπηση ή την κακή εικόνα που της επιφύλασσε το σύστημα των στούντιο στο Χόλιγουντ. Κι όμως: αν και παραδέχεται πως υπήρχαν τρωτά σημεία στη διασκευή του αφηγήματος του Κλάϊβ Μπάρκερ, και φυσικά καταλάβαινε πού έγκειται η παρεξήγηση, ο Τζόρνταν Πιλ, ένας δημιουργός που, όπως και ο Μπάρι Τζένκινς, δεν έχει χρόνο για χάσιμο, γι? αυτό και υλοποιεί φιλμ «μαύρης» ατζέντας, υποστηρίζει σθεναρά πως το «Candyman» του άλλαξε τη ζωή, ενέπνευσε την καριέρα του και, όπως λέει, αν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα είχε γυρίσει ποτέ το αντιρατσιστικό, σατιρικό θρίλερ «Τρέξε». Οι καιροί αλλάζουν, το ίδιο και η θεώρηση του δαίμονα. Μιλώντας για τον διάβολο, που λέει και η ρήση, με τον «Candyman» η αφροαμερικανική κοινότητα απέκτησε κι αυτή τον μπαμπούλα της στην ποπ κουλτούρα του σινεμά.
Ο Πιλ δεν παράτησε ποτέ την ιδέα να ξαναπιάσει τον μίτο της ιστορίας, αλλά η συναισθηματική του εμπλοκή τον απέτρεψε από το να τη σκηνοθετήσει, αφήνοντας έτσι τις ισορροπίες πίσω από την κάμερα στη Νία ντα Κόστα, σε δικό του σενάριο και παραγωγή. Η δράση παραμένει στο Σικάγο, το εγκαταλειμμένο συγκρότημα κατοικιών Καμπρίνι-Γκριν μπαίνει ξανά στο πλαίσιο με παραλληλισμούς καταραμένου τόπου εξορκισμού, και ο άτυχος/εκλεκτός είναι ο νέος ζωγράφος Άντον, ο οποίος βρίσκει τραχιά φωνή και απωθητική έμπνευση μετά από στυγερούς φόνους που επαναφέρουν στο προσκήνιο τον επί δεκαετίες καλά κρυμμένο αστικό μύθο του μαύρου «κουλοχέρη». Στην προσπάθειά τους να δώσουν πολιτική χροιά σε ένα καθαρό horror, οι Ντα Κόστα/Πιλ φορτώνουν την πλοκή με ένα μείγμα μεταφυσικής εκδικητικής δικαιοσύνης και υπόγειας επίθεσης στην κάλπικη τέχνη. Το δεύτερο κομμάτι είναι μπερδεμένο και προσποιητό, ενώ ο κύριος άξονας, που δεν είναι άλλος από το thrill της αιμοσταγούς, συχνά απωθητικής αγωνίας, λειτουργεί ελάχιστα, ελλείψει νεύρου και πρωτοτυπίας στον χειρισμό. Οι πρωταγωνιστές Ματίν και Πάρις ξεκινούν με σχετικό ενθουσιασμό και στη μέση παγιδεύονται από τον προβληματικό διάλογο και μερικές κακοστημένες σκηνές. Το «Candyman» δεν πάσχει καν από ανάφλεξη, απλά κινείται σε ένα εγκεφαλικό ρελαντί. Μετά την εξαιρετικά χλιαρή απόπειρα αναβίωσης της τηλεοπτικής «Ζώνης του Λυκόφωτος», ενδεχομένως ο Τζόρνταν Πιλ οφείλει να αναθεωρήσει την ικανότητά του να αφήνει αγαπημένα του project σε φίλια, αλλά ξένα χέρια. περιθωριοποιημένους και τους ψυχανώμαλους, σίγουρα δεν είναι ένα ακόμη ντελιριακό γουέστερν, ή καλά μεταμφιεσμένο σχόλιο.