Μενού

ΤΡΙΑ ΧΡΩΜΑΤΑ: Η ΛΕΥΚΗ ΤΑΙΝΙΑ (Επαν.) - Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος

Ένα χρόνο μετά την αφιερωμένη στην ελευθερία «Μπλε Ταινία» (1993), η εμπνευσμένη από τη γαλλική σημαία «τριλογία των χρωμάτων» συνεχίζεται με τη «Λευκή» και σκύβει πάνω από την έννοια της ισότητας. Εκείνη που θα μάθει από την καλή και την ανάποδη ένας πολωνικής καταγωγής κομμωτής που ζει στο Παρίσι, όταν τον εγκαταλείψει η γυναίκα του δίχως να του αφήσει δεκάρα. Αποκαρδιωμένος και απένταρος, ο ήρωάς μας επιστρέφει με φανταστικό τρόπο στην πατρίδα του κι από εκεί σχεδιάζει την εκδίκησή του.

1249 2

Η ταινία κινείται σε δύο επίπεδα. Από τη μία, με όρους ρομαντικής κωμωδίας (κι όμως) εξελίσσεται το δράμα του ζευγαριού, με τις μεταξύ τους εντάσεις να κυμαίνονται ανάμεσα στην καουρισμακική μελαγχολία του Ζμπίνιου Ζαμαλόφσκι και την ακόρεστη οργή της Ζιλί Ντελπί. Οι δύο πρωταγωνιστές είναι απολαυστικοί καθώς εκφράζουν το πικρό χιούμορ και τα ανεξέλεγκτα συναισθήματα των χαρακτήρων τους, οι οποίοι αδυνατούν να βάλουν σε τάξη τα θέλω και τις ζωές τους. Ο Κισλόφσκι, παιχνιδιάρικα σατιρίζει την τοξικότητα που μαζοχιστικά βάζουν ανάμεσά τους, χωρίς απαραίτητα να την εγκρίνει, αλλά μοιράζοντάς τη με βεβαιότητα επί ίσοις όροις, όπως αρμόζει και στο θέμα του φιλμ.

Από την άλλη, ο Πολωνός σκηνοθέτης γυρίζει το βλέμμα στη μετα-σοσιαλιστική πραγματικότητα της χώρας του, όπου ο νεόκοπος καπιταλισμός επιτρέπει να αγοράζονται όλοι και όλα. Έτσι, ένας ελάχιστα κατεργάρης όπως ο ευρηματικός κομμωτής μπορεί να αποκτήσει πλούτη από το πουθενά, χασκογελώντας με το αόρατο χέρι της αγοράς που θέτει δικούς του παράλογους όρους. Σε αυτό το σκέλος της ταινίας ο σκηνοθέτης στέκεται σαρκαστικά απέναντι στον ήρωά του, ο οποίος μπαίνει σε μια απίστευτη διαδικασία, απλώς για να αποδείξει... ένα επιχείρημα. Κι όπως συμβαίνει σε όλα τα φιλμ της τριλογίας, ο Κισλόφσκι αφήνει το τυχαίο να ανακατεύει συνεχώς την τράπουλα, ενώ παράλληλα γνέθει ένα μεθυστικό μυστήριο γύρω από τις πραγματικές προθέσεις των ηρώων του, οι οποίες παραμένουν γλυκά αμφίσημες ως το τέλος.

Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr

Smart Search Module