Για το σινεμά του τρόμου, η κυκλοφορία του «Candyman» (Μπέρναρντ Ρόουζ, 1992) ήταν ένα σπάνιο γεγονός. Ελάχιστες ταινίες του είδους είχαν τολμήσει να ενσωματώσουν με σοβαρότητα στην αφήγησή τους την αφροαμερικανική εμπειρία, πόσο μάλλον από τη μεριά των καταπιεσμένων. Ο χαρακτήρας του τίτλου, ένας πρώην σκλάβος, ο οποίος απέκτησε γάντζο αντί για χέρι όταν λιντσαρίστηκε και προτού δολοφονηθεί άγρια, είναι μια μεταφυσική οντότητα που σωματοποιεί τις πληγές των Αφροαμερικανών και ζει αιώνια απαιτώντας εκδίκηση. Το μόνο που χρειάζεται για να ξεκινήσει το μακελειό είναι κάποιος να πει το όνομά του πέντε φορές στον καθρέφτη.
Αυτήν τη φορά δεν τον επικαλείται μια λευκή γυναίκα αλλά ένας ευκατάστατος Αφροαμερικανός καλλιτέχνης, ο οποίος, γοητευμένος από το μύθο του Candyman, σχεδιάζει μια σειρά έργων, αγνοώντας πως έτσι θα βγει και πάλι ο γάντζος να θερίσει. Ευθύς αμέσως, η σκηνοθέτις Νία ΝταΚόστα, με τη σεναριακή συνδρομή του Τζόρνταν Πιλ («Τρέξε!»), κάνει μια αλλαγή που στρέφει νοηματικά την προσοχή στη ζωτική σημασία της διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης.
Η πολιτισμική άγνοια του καλλιτέχνη τον φέρνει αντιμέτωπο με μια «θεία» τιμωρία που δεν αγγίζει όσους αναγνωρίζουν το θρύλο του Candyman. Επιπροσθέτως, η ΝταΚόστα χρησιμοποιεί έξυπνα στην ταινία τη φράση «πες το όνομά του», σύνθημα σε κάθε διαμαρτυρία κατά τις ρατσιστικής αστυνομικής βίας, για να υπογραμμίσει πως ένα τραγικό γεγονός δεν ξεχνιέται όσο οι κοινότητες φροντίζουν να μένει ζωντανό το όνομα του θύματος.
Όλα, λοιπόν, τα τακτοποιεί αρκούντως υποβλητικά και εξόχως πυκνά η ταλαντούχα σκηνοθέτις, φέρνοντας την ταινία ακριβώς στο σημείο που πρέπει για να προκαλούνται πειστικές ανατριχίλες αλλά και εύστοχες πολιτικές επισημάνσεις. Μέχρις ότου η αφήγηση κάνει μια παράταιρη στροφή και δώσει προτεραιότητα σε μια δευτερευούσης αξίας υποπλοκή, η οποία απειλεί τη δραματουργική και εννοιολογική συνοχή όλου του φιλμ. Ευτυχώς, όμως, η ΝταΚόστα δε χάνει τον έλεγχο και επαναφέρει την προσοχή εκεί που πρέπει: στην ευθύνη απέναντι στην ιστορία.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr