Σκηνοθέτης με αρκετά πρωτότυπο ταλέντο, ιδιαίτερα στο να παρωδεί διάφορα κινηματογραφικά είδη, όπως το μιούζικαλ («Αυτοί οι τρελοί παραγωγοί») και το γουέστερν («Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες»), με την ταινία του «Φράνκενσταϊν Τζουνιορ», που προβάλλεται σε επανέκδοση, στρέφεται στην ταινία τρόμου, για να μας προσφέρει μια απολαυστική, με σπαρταριστά επεισόδια, επιλέγοντας για στόχο του, τη φορά αυτή, ένα από τα ιερά τέρατα του είδους, το Τέρας του Φράνκενσταϊν.
Πρωταγωνιστής τη φορά αυτή είναι ο εγγονός του Βαρώνου Φράνκενσταϊν (ήρωα του βιβλίου της Μαίρης Σέλεϊ καθώς και των κλασικών ταινιών του Τζέιμς Χουέιλ, 1931, και του Τέρενς Φίσερ, 1957, και αμέτρητων ριμέικ που ακολούθησαν), που τον συναντάμε στην αρχή, διάσημο χειρουργό να διδάσκει σε αμερικανικό κολέγιο. Η διαθήκη του Βαρώνου, που ανοίγεται 17 χρόνια μετά το θάνατό του, αφήνει ως μόνο κληρονόμο τον νεαρό χειρουργό, που αναγκάζεται έτσι να επιστρέψει στην Τρανσυλβανία, εγκαταλείποντας στην Αμερική την αρραβωνιαστικιά του. Παρόλο που ο νεαρός Φράνκενσταϊν δεν πιστεύει στα πειράματα του παππού του, το περιβάλλον και τα πρόσωπα του πύργου (ο καμπούρης υπηρέτης Ιγκόρ, η όμορφη βοηθός του Ίνγκα, η οικονόμος του σπιτιού, Φράου Μπλούχερ) κι η «σατανική» παρουσία του παππού του, τον πείθουν τελικά να συνεχίσει τα επικίνδυνα πειράματα του προγόνου του και να φτιάξει με τη σειρά του ένα άλλο Τέρας που, όπως και ο πρόγονός του, αρχίζει να τρομοκρατεί τους χωρικούς της περιοχής.
Η ιστορία θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση μιας ακόμη ταινίας τρόμου, η αντιμετώπισή της όμως από τον Μελ Μπρουκς και τον συν-σεναριογράφο του, Τζιν Γουάιλντερ (που ερμηνεύει και το ρόλο του νεαρού Φράνκενσταϊν, ανατρέπουν την παράδοση και τα κλισέ για να μας δώσουν μια διασκεδαστική, με έξυπνα ευρήματα, παρωδία. Από την αρχή ο Φράνκενσταϊν μας παρουσιάζεται σαν άγαρμπος και κάπως απλοϊκός, έτσι, στη σκηνή, όπου με τους σπουδαστές του, καρφώνει άθελά του το πόδι του με τον χαρτοκόπτη, ή, αργότερα, στον πύργο, πετάει τα «βέλη» στον τοίχο και τους τροχούς του αυτοκινήτου του αστυνομικού Επιθεωρητή. Τα γκαγκ πολλαπλασιάζονται και γίνονται, ακόμη πιο απολαυστικά, με την άφιξη του Φρανκενσταϊν στην Τρανσυλβανία. Ο σταθμός με την ομίχλη και τα βήματα του καμπούρη Ιγκόρ που ακούγονται να πλησιάζουν, η άφιξη στον πύργο και η εμφάνιση της Φράου Μπλούχερ (κάθε φορά που κάποιος αναφέρει το όνομά της τα άλογα χλιμιντρίζουν όπου κι αν αυτά βρίσκονται), η όλη παρουσία του αστυνομικού Επιθεωρητή με το ψεύτικο χέρι (αναφορά στον Λάιονελ Άτγουιλ που υποδυόταν ένα παρόμοιο Επιθεωρητή στο «Γιο του Φράνκενσταϊν» του Ρόουλαντ Λι), με τους παράξενους ήχους που αυτό κάνει κάθε φορά που το χρησιμοποιεί, αυτές και διάφορες άλλες καταστάσεις, δίνουν στον Μελ Μπρουκς την ευκαιρία να δημιουργήσει πολλά κωμικά, συχνά σπαρταριστά, επεισόδια.
Μερικές από τις κλασικές πια σκηνές σε ταινίες του Φράνκενσταϊν χρησιμοποιούνται εδώ για να ανατρέψουν και να παρωδήσουν τα γεγονότα. Μόλις ελευθερώνεται, το Τέρας επιτίθεται εναντίον του δημιουργού του και των βοηθών του για να ηρεμήσει αμέσως μετά μόλις η Φράου Μπλούμερ αρχίζει να του παίζει μουσική στο βιολί της, ενώ η κλασική σκηνή στην πρωτότυπη ταινία όπου ο Φράνκενσταϊν σκότωνε κατά λάθος ένα μικρό κοριτσάκι, παρουσιάζεται εδώ με πολύ χιουμοριστικό, και χωρίς τραγικά αποτελέσματα, τρόπο. Το ίδιο και η σκηνή με τον τυφλό (παρμένη από την «Αρραβωνιαστικιά του Φράνκενσταϊν» του Γουέιλ, μας παρουσιάζει τα ρεαλιστικά και πάντα κωμικά εμπόδια που καταστρέφουν τις σχέσεις ανάμεσα στο Τέρας και τον τυφλό «φίλο» του (σύντομο αλλά θαυμάσιο πορτρέτο από τον Τζιν Χάκμαν). Ο Μπρουκς καταφεύγει ακόμη και στους Μαρξ Μπράδερς για να μας παρουσιάσει ένα από τα επεισόδιά του: όταν το Τέρας έχει αρπάξει το δημιουργό του από το λαιμό και ετοιμάζεται να τον πνίξει, ο τελευταίος προσπαθεί με νοήματα και παράξενες αρθρώσεις (στο στιλ του Χάρπο Μαρξ όταν αυτός ήθελε να εξηγήσει κάτι στον Τσίκο), να ζητήσει από τους βοηθούς του να βάλουν ένα καταπραϋντικό ορρό στο Τέρας για να το ηρεμήσουν.
Ο Τζιν Γουάιλντερ είναι πραγματικά εξαιρετικός στο ρόλο του Δρα Φρανκενσταϊν, ενώ ο Πίτερ Μπόλι, στο ρόλο του Τέρατος και ο Μάρτι Φέλντμαν, στο ρόλο του Ιγκόρ (που η καμπούρα του αλλάζει κάθε τόσο και θέση), φτιάχνουν αλησμόνητες ερμηνείες. Στους γυναικείους ρόλους ξεχωρίζουν η Τέρι Γκαρ, η ελκυστική βοηθός του Φράνκενσταϊν, και η θαυμάσια Μαντλέν Καρ (γνωστή μας και από τις «…Καυτές σέλες» στο ρόλο της αρραβωνιαστικιάς του. Σημαντικό στοιχείο στην επιτυχία της ταινίας είναι και η μαυρόασπρη φωτογραφία του Τζέρλαντ Χέρσφελντ που συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα των κλασικών προπολεμικών ταινιών τρόμου.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr