Η Μπέτυ Μπλου (Μπεατρίς Νταλ) είναι ένας από τους πιο καθηλωτικούς χαρακτήρες που έχουν περάσει από τη μεγάλη οθόνη, με ομορφιά που αποσβολώνει, ερωτισμό που ακτινοβολεί εκτυφλωτικά και σπινθηροβόλο ταμπεραμέντο. Η Μπέτυ δεν έχει παρελθόν, σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία στη ζωή του Ζοργκ (Ζαν-Ιγκ Ανγκλάντ) και την κάνει άνω κάτω. Ανάγλυφο πάθος μπλέκει τα γυμνά κορμιά τους, τα οποία καλλωπίζονται από το ακαταμάχητο στιλιζάρισμα παλ αποχρώσεων που διέπει το φιλμ. Κι η Μπέτυ εκεί, να σαρώνει τα πάντα στο διάβα της, αφήνοντας πίσω τον Ζοργκ να μαζέψει τα συντρίμμια.
Η ατμόσφαιρα της ταινίας του Ζαν-Ζακ Μπενέξ είναι μεθυστική, συμπληρώνοντας κάθε σπιθαμή του φιλμ με ανεξέλεγκτο πάθος και σπαρακτικό ρομαντισμό, καθώς οι δύο ερωτευμένοι που σμίγουν έχουν περίπλοκα και άλυτα συμπλέγματα εντός τους. Μόνο που, όσο η ταινία εύγλωττα σκιαγραφεί τη σχέση τους και αφήνει χώρο να αναπτυχθεί ουσιωδώς ο χαρακτήρας του Ανγκλάντ, εκείνος της Νταλ παραμένει κάτι το εξωτικό. Μάλλον αναπόφευκτο, αφού υιοθετείται η οπτική γωνία του Ζοργκ, κατ’ επέκταση και του Μπενέξ, οπότε αρκεί που η παθητική Μπέτυ είναι θελκτική, διαθέσιμη και τροφοδοτεί με ανεξάντλητη ενέργεια το σύντροφό της ώστε να πραγματώσει τα σχέδιά του – οι δικές της επιθυμίες περνάνε αδιάφορες. Ακόμα, το σώμα της Νταλ μετατρέπεται σε πεδίο σεξουαλικής διεκδίκησης όλων των αντρών, είτε έμπρακτα είτε μέσω παρεμβατικών βλεμμάτων.
Η ηρωίδα ασφυκτιά, ωστόσο οι εξάρσεις της μεταφράζονται από τον Μπενέξ όχι ως κραυγές αγωνίας, αλλά ως ξεσπάσματα μιας υστερικής. Εξάλλου, φροντίζουν όλοι να τη στιγματίζουν αποκαλώντας τη συνεχώς «τρελή», ενώ η προσοχή στρέφεται στον «δύσμοιρο» Ζοργκ που προσπαθεί να διαχειριστεί την αλλοπρόσαλλη Μπέτυ. Η απουσία σεναριακής ενσυναίσθησης υπογραμμίζεται στον παρορμητικό επίλογο, όπου κορυφώνεται και ο άδικος χειρισμός της πρωταγωνίστριας, με τρόπο που θυμίζει πικρά τα λόγια της συγγραφέως Μάργκαρετ Άτγουντ: «Οι άντρες φοβούνται πως οι γυναίκες θα τους χλευάσουν, ενώ οι γυναίκες φοβούνται πως οι άντρες θα τις δολοφονήσουν».
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr